The tale of the Hunter

Άλλη μία ιστορία…

Damsel in distress – 1.2

Λίγα λεπτά αργότερα, ο κοντόχονδρος άρχοντας έκλεινε την πόρτα πίσω του με το χαιρέκακο ύφος ακόμα ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του. Ο νεαρός άνδρας στεκόταν μπροστά απ’την κλειστή πόρτα και κοίταγε ακόμα το κάτω μέρος του κρεβατιού, ανέκφραστος. Μπροστά του, λίγα μέτρα πιο κει, κουλουριασμένο στο κρύο λιθόστρωτο, βρισκόταν ένα τρομοκρατημένο πλάσμα. Οι λεπτοί καρποί της ήταν σφιχτά δεμένοι στον πυλώνα του κρεβατιού, πάνω απ΄το κεφάλι της. Ένα βρώμικο, ξεφτισμένο πανί έκλεινε το στόμα της. Τα δάκρυα της αυλάκωναν τα βρώμικα μάγουλα της. Στα μάτια της ήταν ζωγραφισμένη η αγωνία. Η νεαρή γυναίκα κοίταγε, ανασαίνοντας γοργά και κοφτά, τον άνδρα και προσπαθούσε να απελευθερωθεί απ’ τα δεσμά της. Μάταια όμως. Σαν πληγωμένο ζώο, έβγαζε πνιχτούς ήχους.

Ο άνδρας στράφηκε προς το τζάκι και απίθωσε στο πάτωμα τον σάκο που κρεμόταν στον ώμο του. Με ήρεμες κινήσεις, έβγαλε τα δερμάτινα λουριά που συγκρατούσαν το σπαθί στην πλάτη του και την ζώνη γύρω απ’ τη μέση του. Με ένα μορφασμό πόνου, έβγαλε τον σκληρό, δερμάτινο θώρακα της πανοπλίας του και συνέχισε με το λεπτό, υφασμάτινο πουκάμισο. Ψηλάφισε τα πλευρά του και ένοιωσε το μελανιασμένο δέρμα και τον πληγωμένο μυ του. Άλλο ένα τρόπαιο που απέκτησε από την μάχη. Έβγαλε τις λασπωμένες μπότες του και ένιωσε το μαλακό χαλί κάτω απ’ τα δάχτυλά του. Τι ευχάριστη αίσθηση! Τελευταίο, έβγαλε το δερμάτινο παντελόνι του κι έμεινε λίγα λεπτά μπροστά στο αναμμένο τζάκι. Η ζέστη αγκάλιασε το κορμί του και το γυμνό του δέρμα ανατρίχιασε στην ροή του αέρα. Πίσω του άκουγε ακόμα τα πνιχτά βογκητά της γυναίκας.

Κατευθύνθηκε στην άλλη πλευρά του δωματίου, σέρνοντας σχεδόν τα βήματα του, εκεί που στεκόταν η ορειχάλκινη, γεμάτη μπανιέρα, ενώ φάνηκε να αγνοεί την παρουσία της γυναίκας. Βυθίστηκε σιγά σιγά στο αχνιστό νερό και έκατσε στον πάτο της. Έγειρε το κεφάλι του πίσω, ακούμπησε στο χείλος της μπανιέρας και κοίταξε τον νυχτερινό ουρανό μέσα απ’το ψηλό παράθυρο. Το ζεστό νερό μαλάκωνε τις τεντωμένες αισθήσεις του. Σαν βάλσαμο στις ανοιχτές πληγές, χαλάρωνε τους κουρασμένους μύες του. Έκλεισε τα μάτια του και αφέθηκε να βυθιστεί στο κενό. Στο βάθος άκουγε την γυναίκα να προσπαθεί να απελευθερωθεί και τον φλοιό των ξύλων να σκάει στο άγγιγμα της φωτιάς.

Το κουρασμένο του μυαλό έφυγε απ’ το παρόν και στη θύμηση του ήρθαν πάλι εικόνες απ’ τη μάχη. Σκόνη, φωνές, μεταλλικοί, βροντεροί ήχοι, κραυγές και αίματα. Πόσοι άξιοι άνδρες και γυναίκες έπεσαν σε εκείνο το πεδίο της μάχης και πόσοι ακόμη έμειναν ανάπηροι για μια ζωή…Έβλεπε πάλι τον εαυτό του να καρφώνει την ακονισμένη λεπίδα του σε όποιον αντίπαλο ερχόταν κατά πάνω του, ενώ απέφευγε επιδέξια τις επιθέσεις τους. 

Ως hunter, με βασιλική εντολή, είχε βρεθεί στην κεφαλή του στρατεύματος, στο πλάι του βασιλιά, κομμάτι της προσωπικής του φρουράς. Όταν ήχησε η σάλπιγγα, βρέθηκε να καλπάζει στην ράχη του αλόγου του προς τον αντίπαλο παρατεταμένο στρατό. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή και αναπόφευκτη. Από τα πρώτα δευτερόλεπτα που τα άλογα συνάντησαν την πρώτη γραμμή του εχθρού, το σπαθί του χτύπησε πάνω στις μεταλλικές πανοπλίες και τις ξύλινες ασπίδες. 

Σύντομα, βρέθηκε στο έδαφος χωρίς να σταματήσει λεπτό να πολεμάει. Προσπαθούσε να μείνει στο πλευρό του βασιλιά, αλλά η μάχη συνεχώς τον παρέσερνε μακριά. Οι δύο στρατοί μάχονταν λυσσασμένα, χωρίς οίκτο, δισταγμό ή δεύτερες σκέψεις. Ο καθένας πολεμούσε για τον βασιλιά του: άλλοι χωρίς επιλογή, άλλοι για την χρηματική αμοιβή κι άλλοι για την ιδεολογία τους. Μέσα σε λίγη ώρα το πεδίο της μάχης γέμισε με τραυματίες και νεκρούς. 

Ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες της προσωπικής φρουράς, με την άκρη του ματιού του, είδε έναν πολεμιστή να ετοιμάζεται να καταφέρει ένα μοιραίο χτύπημα στον βασιλιά, ενώ εκείνος είχε στραμμένη αλλού την προσοχή του. Την τελευταία στιγμή πρόλαβε να διακόψει την πορεία του ξίφους και να αποκρούσει το χτύπημα. Συνέχισε να μάχεται με ορμή. Ένα χτύπημα έπεσε στο κενό κι άλλο ένα το απέκρουσε κι ακόμα ένα το απέφυγε… Και τότε τα μάτια του πλημμύρισαν αίμα. Ένας οξύς πόνος στο μάγουλο, ένα χτύπημα στο κεφάλι. Για λίγα δευτερόλεπτα βρισκόταν πεσμένος στα γόνατα, προσπαθώντας να ξαναβρεί την όρασή του. Η σκόνη και το αίμα τον τύφλωναν. Έπρεπε να σηκωθεί αμέσως αλλιώς ήταν χαμένος. Με δυσκολία, στάθηκε και πάλι όρθιος και καθάρισε τα μάτια του, χωρίς να έχει καταλάβει απόλυτα τι τον χτύπησε. 

Είδε θαμπά τον βασιλιά παρακεί να πολεμά ανάμεσα στους φρουρούς του. Γύρισε το βλέμμα του και είδε σε απόσταση αναπνοής μια πολεμίστρια να ετοιμάζεται να τον καρφώσει με ένα λεπτοσμιλευμένο σπαθί. Ενστικτωδώς, σήκωσε με φόρα το ξίφος του και τα δύο μέταλλα συγκρούστηκαν πετώντας σπίθες. Με το βάρος του σώματός του έσπρωξε την πολεμίστρια μακριά. Την είδε να χάνει την ισορροπία της και να τρεκλίζει, αλλά η μάχη τον παρέσυρε αλλού και χάθηκε από μπροστά του. Η τύχη της νεαρής πολεμίστριας δεν τον απασχόλησε και του ήταν άγνωστη μέχρι πριν από λίγη ώρα. Εκείνη η πολεμίστρια τώρα βρισκόταν στο έλεος του, δεμένη στα πόδια του κρεβατιού.

Ο hunter έσφιξε τα δόντια στην τελευταία αυτή σκέψη και άνοιξε τα μάτια του. Βρέθηκε πάλι στο πολυτελές δωμάτιο του κάστρου που, όσο το παρατηρούσε, τόσο σιγουρευόταν ότι σε καμία περίπτωση δεν προοριζόταν για κάποιον σαν κι εκείνον. Το νερό τον είχε ηρεμήσει και ξεκουράσει, αλλά είχε αρχίσει να χάνει την ζεστασιά του. Το δωμάτιο ήταν ήσυχο και μόνο το τρίξιμο των κούτσουρων ακουγόταν. Λίγα λεπτά αργότερα, συνειδητοποιώντας την υπερβολική ησυχία, βγήκε απ΄το νερό με περιέργεια και σκουπίστηκε γρήγορα με μια πετσέτα. Πλησίασε το κάτω μέρος του κρεβατιού. Η κοπέλα, πάντα δεμένη σφιχτά, είχε γείρει το κεφάλι μπροστά κι είχε μείνει ακίνητη. Κανένας ήχος δεν ακουγόταν. Με μια προσεχτική κίνηση, παραμέρισε τα ακατάστατα, μακριά και λασπωμένα μαλλιά και σήκωσε ελαφρά το κεφάλι της. Η ανάσα της ίσα που έβγαινε και δεν είχε τις αισθήσεις της πλέον.

Ο άνδρας κατευθύνθηκε προς το τζάκι και απ’τον πεσμένο σάκο του, έβγαλε καθαρά ρούχα. Αφού ντύθηκε βιαστικά, πήρε ένα μαχαίρι απ’ τη ζώνη του. Πλησίασε και πάλι την γυναίκα και με μια κίνηση έκοψε τα δεσμά της. Τα χέρια της κρέμασαν στο πλάι και το σώμα της, σαν πάνινη κούκλα, σωριάστηκε στα χέρια του. Την ακούμπησε μαλακά στο πάτωμα και έμεινε να την κοιτάζει. 

Το μικροκαμωμένο σώμα της ήταν γεμάτο χαρακιές και πληγές, κόκκινες, με αρκετές απ’ αυτές να είναι ακόμα υγρές. Ήταν φανερό ότι οι περισσότερες δεν είχαν γίνει στο πεδίο της μάχης, αφού ήταν σε σημεία που η πανοπλία προστάτευε. Η πανοπλία της, όμως, είχε αφαιρεθεί και είχαν μείνει, ξεσκισμένα σε πολλά σημεία, τα λεπτά υφασμάτινα ρούχα να καλύπτουν μερικώς το δέρμα της. Τα ματωμένα γόνατα της μαρτυρούσαν ότι την είχαν σύρει για αρκετά μέτρα στο πλακόστρωτο. Κάτω απ’ τον δεξί μηρό της, μια μικρή, σκούρα λίμνη είχε αρχίσει να σχηματίζεται. Η πληγή έδειχνε βαθιά κι ακόμα ανάβλυζε αίμα.

Το βλέμμα του άνδρα σκοτείνιασε όσο περιεργαζόταν το τσακισμένο κορμί της κοπέλας. Πήγε πάλι στον σάκο του και πήρε από μέσα ένα μικρό, γυάλινο φιαλίδιο γεμάτο με γαλακτερό υγρό, ενώ άρπαξε κι ένα λεπτό, βαμβακερό σεντόνι ανάμεσα απ’τα σκεπάσματα του κρεβατιού. Έσκισε σε λεπτές λωρίδες το σεντόνι και γύρισε δίπλα στη γυναίκα. Άδειασε το υγρό του φιαλίδιου στην βαθιά πληγή του μηρού της, το οποίο άφρισε σαν ήρθε σε επαφή με το αίμα, και έδεσε σφιχτά τις λωρίδες του σεντονιού γύρω από το πόδι της. Το λευκό σεντόνι δεν άργησε να γίνει ροζ.

Κοίταξε το πρόσωπο της. Κάτω από το στρώμα ξεραμένου αίματος και λάσπης, το δέρμα της ήταν χλωμό. Έβγαλε προσεκτικά το βρώμικο πανί από το στόμα της και ένα ρυάκι κοκκινωπού σάλιου έτρεξε στο αυτί της. Σηκώθηκε ξανά και πήρε το λαγήνι με το καθαρό νερό και μια φρέσκια πετσέτα. Με το μαχαίρι του έκοψε τα κουρελιασμένα ρούχα της και όλο το σώμα της ήταν πλέον εκτεθειμένο μπροστά του. Μελανιασμένο και πληγωμένο. Με απαλές κινήσεις, σαν να μην ήθελε να την πονέσει, πέρναγε το βρεγμένο πανί πάνω στο δέρμα της, προσπαθώντας να το καθαρίσει. Όποια πληγή έδειχνε βαθιά, την έδενε με τις λωρίδες σεντονιού.

Πέρασε αρκετή ώρα σκυμμένος πάνω απ’τη γυναίκα, καθαρίζοντας και φροντίζοντας τις πληγές της. Εκείνη έμενε ασάλευτη, ανέπνεε ανεπαίσθητα, παραδομένη σε έναν αρρωστημένο λήθαργο. Αφού τελείωσε, έμεινε να την χαζεύει με ανάμεικτα συναισθήματα. Το χέρι του πήγε και πάλι ασυναίσθητα στην πληγή του προσώπου του και έκανε μία αυθόρμητη έκφραση πόνου, καθώς τον έτσουξε το ίδιο του το άγγιγμα του. Ήταν το μόνο σοβαρό χτύπημα που δέχτηκε στη μάχη και του το είχε καταφέρει εκείνη. Άξαφνα, συνειδητοποίησε ότι η κοπέλα πάγωνε σιγά σιγά. Η ανάσα της ίσα που έβγαινε. Πέθαινε. 

Όχι ακόμη”, σκέφτηκε πεισματικά και την σήκωσε στα μπράτσα του. Το σώμα της ήταν ελαφρύ και παγωμένο. Την μετέφερε στο κρεβάτι και την σκέπασε με τις χοντρές κουβέρτες.

Damsel in distress – 1.1

Τα ξύλα στο τζάκι έτριξαν καθώς τα έγλυφαν οι ζωηρές, πύρινες γλώσσες. Η μικρή φωτιά μαλάκωνε τους ψυχρούς, πέτρινους τοίχους του δωματίου, και μαζί με τους πυρσούς που ήσαν στερεωμένοι περιμετρικά, έριχνε φως ολόγυρα. Το στρογγυλό δωμάτιο, σκαρφαλωμένο σε έναv από τους πύργους του κάστρου, έδειχνε αρκετά ευρύχωρο και πλούσια επιπλωμένο, ένδειξη ότι προοριζόταν για ευγενείς και υψηλούς προσκεκλημένους. Στο κέντρο δέσποζε ένα μεγάλο, ξύλινο -με οροφή- κρεβάτι, στρωμένο με πλούσια υφάσματα, χοντρά σκεπάσματα, δέρματα ζώων και πουπουλένια μαξιλάρια. Από την οροφή του κατέβαιναν αραχνοΰφαντα πέπλα που αγκάλιαζαν του πυλώνες του, μέχρι το πάτωμα. 

Μπροστά από το τζάκι ένα μικρό καθιστικό με δυο άνετες, ξύλινες πολυθρόνες επενδυμένες με βαθυκόκκινο βελούδο, και ένα χαμηλό τραπεζάκι περίμενε τους επισκέπτες. Στο τραπεζάκι με την μαρμάρινη επιφάνεια και τα ξυλόγλυπτα πόδια κάποιος είχε αφήσει μία πορσελάνινη πιατέλα γεμάτη φρέσκα φρούτα, ένα λαγήνι με καθαρό νερό, δύο πήλινα ποτήρια, καθώς και μία καράφα γλυκό κρασί. Πάνω απ’το τζάκι βρισκόταν το μόνο κάδρο του δωματίου, που αναπαριστούσε τον βασιλιά σε μια σκηνή κυνηγιού. 

Στην άλλη πλευρά του δωματίου, το μοναδικό παράθυρο “κοιτούσε” στον προμαχώνα του κάστρου, αλλά η θέα έφτανε μέχρι και τα όρια του κρατιδίου. Ψηλό, με γοτθική αψίδα και διάφανα τζαμιλίκια, έμοιαζε σαν κάποιος να έσκισε τους πέτρινους τοίχους για να δει τον ουρανό. Κάτω από το παράθυρο, πάνω σε ένα μικρό βάθρο από ξύλινες σανίδες στεκόταν μια ορειχάλκινη μπανιέρα και πλάι της, ένα μικρό σκαμνί με διπλωμένες πετσέτες. Το αχνιστό, καυτό νερό μέσα στην μπανιέρα μαζί με τα δέρματα ζώων που ήταν ριγμένα εδώ κι εκεί για να ζεστάνουν το κρύο λιθόστρωτο, ολοκλήρωναν την αίσθηση πολυτελείας του δωματίου.

Το δωμάτιο έμοιαζε άδειο και το μόνο που ακουγόταν ήταν το τρίξιμο της φωτιάς και ένα αχνό, απροσδιόριστο αγκομαχητό.

 – Απόψε, είσαι ο επίτιμος φιλοξενούμενος του βασιλιά μας, ακούστηκε μια φωνή πνιχτά έξω απ’ το δωμάτιο και στιγμές αργότερα η πόρτα άνοιξε. Δύο ανδρικές φιγούρες έκαναν την εμφάνισή τους. Εκτός απ’ την αμοιβή σου για την πολύτιμη βοήθεια σου στην μάχη, απόψε θα φιλοξενηθείς στα ιδιαίτερα δωμάτια του μεγαλειότατου. Μόνο οι εκλεκτοί άρχοντες έχουν αυτή την ευκαιρία, συνέχισε με έμφαση ο ένας από τους νεοφερμένους, δείχνοντας την δυσαρέσκεια του για αυτή την παραχώρηση.

Ένας κοντόχοντρος, ασθενικός, μεσήλικας άνδρας με πλαδαρό δέρμα, καλυμμένος με βαριά ρούχα συνόδευσε μέσα στο δωμάτιο έναν νεαρό άνδρα. Το παρουσιαστικό του μαρτυρούσε ότι σπάνια έφευγε απ’την ασφάλεια του κάστρου, ενώ τα ακριβά υφάσματα που τον κοσμούσαν έδειχναν ότι η θέση του ήταν κοντά στον βασιλιά. Αντίθετα, ο άνδρας που συνόδευε δεν του έμοιαζε στο ελάχιστο. Ψηλός, γεροδεμένος και νεαρός σε ηλικία, ενδεδυμένος με ελαφριά δερμάτινη πανοπλία και με μια σειρά από μαχαίρια στη ζώνη του, έμοιαζε με πολεμιστή. Ένα βαρύ, ατσάλινο σπαθί ήταν στερεωμένο στην πλάτη του, μέσα στην θήκη του. Η σκόνη, οι λάσπες και οι πιτσιλιές από αίμα μαρτυρούσαν ότι μόλις πριν λίγες ώρες βρισκόταν στο πεδίο της μάχης.

Ο νεαρός άνδρας μπήκε στο ευρύχωρο δωμάτιο και στάθηκε στην πόρτα. Δίπλα του ο άρχοντας, φλυαρώντας, έδειχνε ιδιαίτερα περήφανος για τον χώρο, σαν να τον είχε προσκαλέσει στο σπίτι του και του παρουσίαζε το “φτωχικό” του. Το βλέμμα του περιπλανήθηκε ολόγυρα και σταμάτησε στο κάτω μέρος του κρεβατιού, στον πυλώνα που συγκρατούσε την οροφή του. Δύο υγρά, πράσινα μάτια τον κάρφωσαν. Το πρόσωπο του συσπάστηκε ανεπαίσθητα και η έκφρασή του σκλήρυνε. Ασυναίσθητα, σήκωσε το χέρι του και με τα δάχτυλα του άγγιξε μια φρέσκια πληγή που κατέβαινε απ’ το κούτελο μέχρι το πηγούνι του.

Θα σου σύστηνα να δοκιμάσεις τους καρπούς του βασιλείου μας και να απολαύσεις το μπάνιο σου hunter, κατέληξε ο ευγενής ακόλουθος, αφού είχε κάνει μία εκτενή περιγραφή του χώρου εκθιάζοντας τον βασιλιά και την μεγαλοψυχία του, παρόλο που ο νέος δεν έδειχνε να προσέχει τα λόγια του.

Κι αυτή; ρώτησε με παγωμένη φωνή εκείνος, αφού επικράτησε ησυχία για μερικά δευτερόλεπτα.

Θεώρησε την έπαθλο, είπε ο μεσόκοπος άνδρας με ένα άσχημο χαμόγελο στο πρόσωπό του.