The tale of the Hunter

Άλλη μία ιστορία…

The castle of the goddess – 4.2

Τα βήματα του αντηχούσαν στους ψηλούς, πέτρινους τοίχους. Ο hunter ακολουθούσε την πρωθιέρεια με το κόκκινο φόρεμα στους διαδρόμους του κάστρου. Σε αντίθεση με εκείνον, το βήμα της, αέρινο, γλιστρούσε σχεδόν αθόρυβα στο πλακόστρωτο.

Είχαν αφήσει πίσω τους την περίκλειστη αυλή του κάστρου και διέσχισαν την άδεια κύρια αίθουσα. Το επιβλητικό άγαλμα της Θεάς, απόκοσμο στο ημίφως, στεκόταν στο κέντρο της αίθουσας με ανοιχτά τα χέρια και έμοιαζε σαν να τους περίμενε από καιρό. Η πρωθιέρεια έκανε μία υπόκλιση προς το άγαλμα όταν το αντίκρισαν και συνέχισε την πορεία της προς το βάθος της αίθουσας. Ανέβηκαν μία ημικυκλική σκάλα που τους οδήγησε πάνω απ’την κύρια αίθουσα και για λίγα λεπτά, που στον Razier, είχαν φανεί ατελείωτα, διέσχιζαν τους μακριούς διαδρόμους.

Αριστερά και δεξιά συναντούσε κλειστές ξύλινες πόρτες κι ανάμεσά τους στερεωμένοι πυρσοί έριχναν φως ολόγυρα. Οι μακριοί διάδρομοι δεν είχαν κανένα άνοιγμα στον έξω κόσμο, μένοντας πάντα στο τρεμουλιαστό φως των πυρσών. Ο κόσμος της Θεάς έμοιαζε απόμακρος και μυστήριος, εγκλωβισμένος στην δική του σφαίρα. Είχαν προσπεράσει αρκετές σφαλισμένες πόρτες, όταν βρέθηκε δίπλα σε μία που είχε μείνει μισάνοιχτη. Την προσοχή του τράβηξε ένα μελωδικό μουρμουρητό, σαν ανακατεμένες ψαλμωδίες, ένα σιγανό τραγούδι που δεν ξεχώριζαν οι στίχοι. Κοντοστάθηκε στο άνοιγμα και κοίταξε.

Πίσω απ’ την μισάνοιχτη πόρτα, κρυβόταν ένα μεγάλο δωμάτιο, όπου στη μέση στεκόταν ένα ξύλινο κρεβάτι, καλυμμένο με πορφυρό ύφασμα. Ακουμπισμένη πάνω στο ακριβό ύφασμα βρισκόταν η νεαρή πριγκίπισσα, ακίνητη και γυμνή, απαλλαγμένη απ’ τα κουρέλια και τους επιδέσμους. Με τα χέρια της ανοιχτά και τις παλάμες προς τον ουρανό, έμοιαζε με το άγαλμα της Θεάς, πεσμένο στο έδαφος. Γύρω απ’ το κρεβάτι, σχηματίζοντας έναν κύκλο, οι μαυροντυμένες, νεαρές ιέρειες που τον υποδέχθηκαν στην αυλή, στέκονταν γονατισμένες, κρατώντας ένα αναμμένο κερί και σιγοτραγουδώντας. Έξω απ’ αυτό τον περίεργο κύκλο, στέκονταν δυο γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας καλυμμένες με λευκές ποδιές, σαν να περίμεναν να τελειώσει το περίεργο τελετουργικό. 

Η αλλόκοτη εικόνα είχε μαγνητίσει το βλέμμα του. Η ατμόσφαιρα ήταν κατανυκτική αλλά συνάμα αλλόκοτη. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν προσεύχονταν για έναν ζωντανό ή αν μοιρολογούσαν έναν νεκρό. Ασυναίσθητα, είχε πλησιάσει στο άνοιγμα και ετοιμαζόταν να ανοίξει περισσότερο την πόρτα. Ένα απαλό τράβηγμα στο χέρι τον σταμάτησε την τελευταία στιγμή. Η πρωθιέρεια του χαμογέλασε αμυδρά, εμποδίζοντας τον να διαταράξει την σκηνή και τον προέτρεψε να την ακολουθήσει.

Λίγα λεπτά αργότερα, αφού ανέβηκαν τα στριφογυριστά σκαλιά ενός πυργίσκου, βρέθηκαν να κλείνουν πίσω τους μια παρόμοια ξύλινη πόρτα. Ένα δίχωρο δωμάτιο, ευρύχωρο αλλά όχι μεγάλο, με προσεγμένη επίπλωση και ζεστή ατμόσφαιρα τους περίμενε. Ο προθάλαμος έμοιαζε με μικρό αναγνωστήριο, με κάθε τοίχο καλυμμένο από βιβλιοθήκες γεμάτες ράφια με χοντρά, δερματόδετα βιβλία και με ένα σκαλιστό γραφείο στο κέντρο του, παραφορτωμένο με παπύρους και περγαμηνές. Ανάμεσα απ΄ τις βιβλιοθήκες, ένα άνοιγμα οδηγούσε στον δεύτερο χώρο του δωματίου, όπου ένα κρεβάτι καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του. Βαριές κουρτίνες κάλυπταν τους τοίχους κρύβοντας τα γοτθικά παράθυρα. Το τζάκι έκαιγε στην γωνία και τα κεριά στον πολυέλαιο φώτιζαν ολόγυρα, δίνοντας την αίσθηση ότι ο χώρος χρησιμοποιούνταν πριν την άφιξη τους.

Ellion…, ξεκίνησε κάτι να λέει ο άνδρας.

Βγάλε αυτά τα ρούχα Razier, τον διέκοψε η γυναίκα. Θέλω να δω πόσο άσχημα είναι τα πράγματα αυτή τη φορά, είπε σχεδόν αυστηρά.

Ο hunter έλυσε την αγκράφα του μανδύα του και τον άφησε να πέσει στο λιθόστρωτο. Με δύσκαμπτες κινήσεις αφαίρεσε το υφασμάτινο πουκάμισο και κοίταξε το νέο του απόκτημα κάτω απ’ τα πλευρά του. Μια φρέσκια πληγή που ακόμα έτρεχε ζεστό αίμα, μούσκευε τους πρόχειρους επιδέσμους του. Τους αφαίρεσε με έναν μορφασμό πόνου κι εκνευρισμού. Η γυναίκα πλησίασε και εξέτασε το τραύμα προσεκτικά.

Στην μάχη έγινε αυτό; τον ρώτησε. 

Όχι. Αυτό μου το χάρισε ένας βασιλίσκος. 

Η γυναίκα ξεφύσηξε με αγανάκτηση. 

Γίνεσαι απρόσεκτος Razier, είπε. Ξάπλωσε. Πρέπει να την ράψω αυτή την πληγή. Δεν αρκούν οι επίδεσμοι.

Η λεπτή, κοκκάλινη βελόνα τρύπαγε την σάρκα του ξανά και ξανά. Ο Razier υπέμενε στωικά να τελειώσει αυτό το μαρτύριο. Τα χτυπήματα και οι πληγές ήσαν γι’αυτόν καθημερινότητα εδώ και πολλά χρόνια, αλλά αυτός ο λεπτός, οξύς πόνος απ’το τρύπημα της βελόνας που σέρνει ξωπίσω της ένα τρίχινο νήμα, μπορούσε να τον τρελάνει.

Γιατί πήγες σ’ αυτόν τον πόλεμο Razier; Δεν συνηθίζεις να παίρνεις μέρος στις πολιτικές κόντρες των βασιλείων, είπε η γυναίκα, καθώς για άλλη μια φορά η βελόνα της πέρασε μέσα απ’ το πληγωμένο δέρμα. 

–  Έδιναν πολλά φλωρίνια, απάντησε με σαρκαστικό ύφος.

Η πρωθιέρεια τον κοίταξε με ένα επικριτικό βλέμμα που έδειχνε ότι δεν θα του άφηνε περιθώρια για υπεκφυγές και κυνισμό. O Razier μόρφασε κι έμεινε για λίγο σιωπηλός.

Ήμουν ήδη στην αυλή του βασιλιά Herald όταν πάρθηκε η απόφαση γι αυτόν τον πόλεμο, είπε τελικά με κλειστά μάτια. Είχα βρεθεί εκεί με σκοπό μία ακρόαση για τα όρια της κοιλάδας του Kaer Morhen. Χρόνο με τον χρόνο τα όρια μικραίνουν. Οι αγρότες βρίσκουν το θάρρος να καταπατούν όλο και μεγαλύτερο κομμάτι απ τα δάση μας. Χρειαζόμαστε την εύνοια του βασιλιά. Όταν κατάφερα να τον δω, η εύνοια του είχε ήδη αποκτήσει αντίτιμο. Η συμμετοχή μου σε αυτόν τον πόλεμο ήταν μονόδρομος.

Η γυναίκα σκούπισε την κλειστή πλέον πληγή και άνοιξε ένα βάζο με ένα παχύρρευστο μείγμα. Άπλωσε λίγο απ’ αυτό πάνω στα ράμματα.

– Ο βασιλιάς Ηerald είναι γνωστό ότι χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να πετύχει τον σκοπό του. Θα εκμεταλλευτεί όποια ευκαιρία του παρουσιαστεί. Ο λόγος του μπορεί να γίνει ασύγκριτα πειστικός, σχολίασε. Ακόμα κι ένας ψυχρός πραγματιστής όπως εσύ μπορεί να παρασυρθεί.

Στα λόγια είναι πολύ καλός, συμφώνησε ο άνδρας, και δεν αφήνει περιθώρια διαπραγμάτευσης. Μετατρέπει την όποια επιθυμία του σε ανώτερη ιδέα που γίνεται διαταγή. Ο πόλεμος μοιάζει λογικός και η νίκη έρχεται σαν δικαίωση. Ο νικητής όμως δεν κρίνεται μόνο απ’την έκβαση της μάχης, αλλά κι απ’ την αντιμετώπιση του ηττημένου. Κι ο βασιλιάς Herald ήταν πολύ δημιουργικός στον να εξαφανίσει τους μάρτυρες… 

Γύρισε και κοίταξε την γυναίκα με ένα βλέμμα σκοτεινό, που μαρτυρούσε ότι είχε δει πολλά. Η Ellion δεν χρειαζόταν να ρωτήσει περισσότερα. Συνέχισε να περιποιείται την πληγή του. Άφησε το βάζο με το γαλακτερό υγρό και πέρασε φρέσκους επιδέσμους που τους στερέωσε σφιχτά γύρω απ’ τον κορμό του.

Θα γίνεις άλλη μια φορά καλά Razier. Το τραύμα είναι βαθύ, αλλά σε λίγες μέρες θα μπορέσεις να πάρεις και πάλι τους δρόμους σε αναζήτηση τεράτων και φλωρινιών, είπε εκείνη τελικά, κοιτώντας τις μπλαβί μελανιές στα πλευρά του. Ο Razier αισθάνθηκε μια υποψία επίκρισης στα λόγια της αλλά δεν την σχολίασε.

– Η γυναίκα θα γίνει καλά; ρώτησε απλά.

– Είναι πολύ νωρίς ακόμα για να γνωρίζω. Δεν έχουν πολλοί την ικανότητά σου να επιβιώνουν.

Τα ακροδάχτυλά της πέρασαν απαλά πάνω το μελανιασμένο δέρμα, ακολουθώντας τις γυμνασμένες καμπύλες του στέρνου του.

– Ellion…, είπε εκείνος σιγανά.

Η γυναίκα τον κοίταξε, του χαμογέλασε ζεστά και σηκώθηκε. Πήρε μια κούπα γεμάτη με ένα σκουρόχρωμο υγρό απ’ το τραπέζι στην άλλη μεριά του δωματίου και την έβαλε στα χέρια του.

– Απόψε πρέπει να κοιμηθείς. Δεν φαίνεται να το συνηθίζεις τελευταία.

Ο Razier ανακάθισε ελαφρά στα μαξιλάρια και πήρε την κούπα χωρίς αντιρρήσεις. Η μυρωδιά που αναδυόταν του ήταν άγνωστη αλλά μεθυστική, ένα συνονθύλευμα από λουλούδια και καρπούς, η θέρμη του ζέσταινε τις παλάμες, το χρώμα του θύμιζε μεστό, κόκκινο κρασί. Το ρόφημα κατέβηκε στο λαιμό του και η ζεστασιά του τον τύλιξε. Σιγά σιγά οι σκέψεις άρχισαν να ξεφτίζουν, το σώμα του να μουδιάζει και κάτι βαρύ να τον βυθίζει μέσα στο κενό. Είδε κουρασμένα τα πράσινα μάτια της να του χαμογελούν. Παραδόθηκε σε ένα βαθύ, πολυπόθητο ύπνο.

The castle of the goddess – 4.1

Η ακτινωτή ρόδα του κάρου αναπήδησε καθώς κυλούσε πάνω στο ανισόπεδο πλακόστρωτο. Το ανοιχτό κάρο πέρασε την πέτρινη, αψιδωτή πύλη του κάστρου, ακολουθώντας τα δυο στιβαρά άλογα που το έσερναν. Τα άλογα προχώρησαν λίγα μέτρα μέσα στην περίκλειστη αυλή και στάθηκαν ακίνητα ακούγοντας την εντολή του οδηγού τους. Ο hunter, κρατώντας σφιχτά τα γκέμια, έμεινε στην θέση του περιμένοντας.

Το πετρόχτιστο κάστρο υψωνόταν πάνω απ’την περιποιημένη αυλή, επιβλητικό, στιβαρό, ακλόνητο στον χρόνο. Η στρωτή λιθοδομή σχημάτιζε γύρω απ΄το κεντρικό κτίσμα μικρότερους ή μεγαλύτερους πυργίσκους, δημιουργώντας ένα σύμπλεγμα όγκων μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Τα αψιδωτά παράθυρα έσκιζαν την κανονικότητα των λίθων, με τις γοτθικές, περίτεχνες, σκαλιστές λεπτομέρειες τους να παιχνιδίζουν στην επιβλητική όψη. Η κεντρική πύλη του κάστρου καθήλωνε τον επισκέπτη με το μέγεθος της και τις σκαλιστές ροζέτες της στην κορφή της. Η ξύλινη πόρτα με τους μεταλλικούς συνδέσμους και τις λεπτομέρειες ολοκλήρωνε την αυστηρή εικόνα του κάστρου.

Πίσω απ’ τους ογκώδεις τοίχους ακούγονταν πνιχτές φωνές και βήματα που πλησίαζαν. Η αυλή όμως, έστεκε ακόμα έρημη. Στο κέντρο της ένα μαρμάρινο, στρογγυλό συντριβάνι έριχνε νερό σε ένα σύμπλεγμα από μικρές λιμνούλες, γεμάτες νούφαρα και υδρόβια φυτά. Δυο μικρά καστανόχρωμα πουλιά τσαλαβουτούσαν ανέμελα στα νερά, εγκλωβισμένα στον μικρόκοσμό τους, αγνοώντας οτιδήποτε διαδραματιζόταν έξω απ’ αυτόν. Τα ψηλά τείχη της οχύρωσης προστάτευαν την αυλή, διακριτικά, σχεδόν αόρατα, κρυμμένα πίσω από πλούσιους θάμνους κι ατελείωτους κισσούς.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και οι ακαθόριστοι ήχοι απ’ το εσωτερικό του κάστρου μετατράπηκαν σε έντονο αναβρασμό. Ανάστατα βήματα αντήχησαν στο λιθόστρωτο κι η εκτός-ανθρώπινης-κλίμακας, ξύλινη πόρτα άνοιξε αφύσικα εύκολα. Ένα μικρό πλήθος γυναίκες ξεχύθηκε στην αυλή και παρατάχθηκε στο κεφαλόσκαλο, απέναντι από το σιντριβάνι. Πρώτη, μπροστά απ’ όλες, στεκόταν μια ψηλόλιγνη γυναίκα με πιασμένα μαλλιά σε περίτεχνο κότσο και με ένα βαθύ, κόκκινο φόρεμα που έπεφτε πλούσιο μέχρι το έδαφος. Στα δάχτυλά της γυάλιζε ένα ολόχρυσο δαχτυλίδι με μια σειρά από γράμματα χαραγμένα. Η ηλικία της και το αυστηρό παρουσιαστικό της υποδήλωναν την υψηλή θέση της στην ιεραρχία. Γύρω της στέκονταν νεαρές κοπέλες ντυμένες με λιτά, μαύρα, μακριά φορέματα. Καμία δεν μιλούσε. Όλες έμειναν ακίνητες. Η πρώτη γυναίκα έκανε ένα βήμα και κατέβηκε τα τρία σκαλιά που την χώριζαν απ’ την αυλή.

Hunter, γνωρίζεις πολύ καλά ότι εσύ και οι όμοιοι σου δεν είστε καλοδεχούμενοι εδώ, είπε και η φωνή της, κρυστάλλινη, έσπασε την ηλεκτρισμένη σιωπή. Το κάστρο της Θεάς Melitele είναι τόπος ιερός. Το βλέμμα της βλοσυρό, κοίταζε διαπεραστικά τον νεαρό άνδρα απέναντι της, που απ΄τη θέση του οδηγού, κράταγε ακόμα τα γκέμια των αλόγων, τυλιγμένος με τον μανδύα του. 

Ο άνδρας κοίταξε το παρατεταμένο πλήθος σιωπηλά και, λίγες στιγμές αργότερα, κατέβηκε με δυσκολία απ’ τη θέση του. Κατευθύνθηκε στο πίσω μέρος του ανοιχτού κάρου και χάθηκε απ’ το οπτικό πεδίο των γυναικών. Όταν εμφανίστηκε ξανά, στα μπράτσα του κουβαλούσε έναν ακανόνιστο μπόγο από υφάσματα. Πλησίασε προς το κεφαλόσκαλο, γονάτισε σε απόσταση λίγων μέτρων απ’ την αυστηρή γυναίκα και ακούμπησε προσεκτικά τον ακαθόριστο όγκο στο έδαφος. Κράτησε σκυμμένο το κεφάλι και το βλέμμα του. Ένιωσε τα καρφωμένα μάτια τους να παρακολουθούν κάθε κίνηση του.

Σεβαστή πρωθιέρεια, ζητώ άσυλο απ’ το ιερό κάστρο της Θεάς εκ μέρους αυτής της γυναίκας, είπε βραχνά, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του. Πεθαίνει…, πρόσθεσε μέσα απ’ τα δόντια του σαν να απευθυνόταν μονάχα στον εαυτό του.

Καθώς ο όγκος υφασμάτων χύθηκε στο έδαφος, αποκαλύφθηκε η νεαρή πριγκίπισσα. Ανάμεσα στα βρώμικα κομμάτια κουβερτών και τα ξεφτισμένα σεντόνια, η γυναίκα ανάσαινε βαριά και παραμιλούσε. Χονδρές σταγόνες ιδρώτα κατέβαιναν στο μέτωπο της κι έτρεμε απ’ τον υψηλό πυρετό. Τα χείλη της είχαν πάρει μία χλωμή, δυσοίωνη απόχρωση. Ένας χαμηλόφωνος ψίθυρος διαπέρασε το συγκεντρωμένο πλήθος. Η πρωθιέρεια κοίταξε εξεταστικά την κοπέλα για λίγα λεπτά και, συνοφρυωμένη, γύρισε πάλι το βλέμμα της στον άνδρα που στεκόταν γονατισμένος με χαμηλωμένο το κεφάλι.

Ποια είναι αυτή η γυναίκα, hunter; ρώτησε αυστηρά.

Έπεσε στην μάχη του Aawden. Ήταν πολεμίστρια…

Η πρωθιέρεια αναστέναξε βαριά, απογοητευμένη.

Ξέρεις πολύ καλά hunter ότι η Θεά μας μένει μακριά από πολιτικές ίντριγκες και διαμάχες.

Ο άνδρας στο άκουσμα αυτών των λέξεων μόρφασε και έσφιξε τα δόντια του. Το κάστρο ήταν η τελευταία ελπίδα γι’ αυτήν. Παρέμεινε όμως σιωπηλός κι ασάλευτος.

Ωστόσο, η Θεά μας είναι φιλεύσπλαχνη και δεν μπορεί να αρνηθεί το άσυλο σ’ αυτούς που έχουν την ανάγκη της, πρόσθεσε ύστερα από μία μικρή παύση.

Ο hunter ξεφύσηξε σιγανά, ανακουφισμένος. Με ένα νεύμα της πρωθιέρειας, οι κοπέλες που τόση ώρα στέκονταν ασάλευτες, πλησίασαν όλες μαζί την αναίσθητη γυναίκα. Ένα πλήθος χέρια την σήκωσε στον αέρα και, στιγμές αργότερα, χάθηκαν όλες μέσα στο κάστρο. Ο άνδρας, έσκυψε το κεφάλι του σε μία υπόκλιση προς στην πρωθιέρεια, σηκώθηκε με δυσκολία πιάνοντας τα πλευρά του και κατευθύνθηκε προς το κάρο του. Με ήρεμες κινήσεις άρχισε να λύνει το ένα απ’τα δύο άλογα.

Razier…

Η γυναίκα με το κόκκινο φόρεμα τον είχε ακολουθήσει. Στάθηκε λίγα βήματα μακριά του και έπλεξε τα δάχτυλα της μπροστά της. Η φωνή της είχε χάσει την αυστηρή χροιά της. Η όψη της είχε μαλακώσει και ένα βλέμμα συμπάθειας ζέσταινε το πρόσωπο της.

Razier, μείνε λίγες μέρες. Χρειάζεσαι κι εσύ την βοήθεια μας.

Ο hunter σταμάτησε να λύνει τα λουριά του αλόγου και γύρισε προς το μέρος της. Για πρώτη φορά το πρόσωπό του μαρτυρούσε την κούραση και την αγωνία των τελευταίων ημερών.

A curious visitor – 3.2

Ευτυχώς! Ζεις! Θα ήταν τουλάχιστον τραγικό αν το μόνο τραγούδι που θα έγραφα για σένα θα ακουγόταν στον επικήδειο σου!

Η ενοχλητικά ενθουσιώδης φωνή του βάρδου ήχησε στα αυτιά του μακρινή, σαν να ερχόταν μέσα από ένα σφραγισμένο πιθάρι. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του προσπαθώντας να ξεθολώσει το βλέμμα του. Ο Razier βρισκόταν ξαπλωμένος στις σκληρές σανίδες του πατώματος. Τα μάτια του ήταν και πάλι ανθρώπινα και είχε βρει το χρώμα του. Λίγα εκατοστά πάνω απ’το κεφάλι του, τα διαπεραστικά μάτια του βάρδου τον κοίταγαν εξεταστικά. Πόση ώρα είχε μείνει αναίσθητος στο πάτωμα, δεν μπορούσε να πει.

Η κυρά σου, όμως, δεν δείχνει και τόσο καλά, συνέχισε ο βάρδος.

Ο hunter ανακάθισε με κόπο. Σκούπισε με το χέρι του την υγρή λάσπη που έτρεχε στα μάτια του, και με έναν μορφασμό πόνου, σηκώθηκε αργά και στάθηκε και πάλι στα πόδια του. Ψηλάφισε τον θώρακα της δερμάτινης πανοπλίας του κάτω απ’τα πλευρά του και ανακάλυψε ένα σκίσιμο στο σκληρό υλικό. Κάτι ζεστό έτρεξε στα δάχτυλά του.

Σου είπα να εξαφανιστείς από εδώ μέσα βάρδε, είπε βραχνά, μέσα απ’τα δόντια του.

Πω πω! Είναι… καυτή!, είπε εκείνος ενώ τώρα στεκόταν στο κεφαλάρι του κρεβατιού και τα δάχτυλά του άγγιξαν το μέτωπο της κοπέλας. Το σκοτεινό βλέμμα του hunter τον κάρφωσε. Ε…καίγεται στον πυρετό!, έσπευσε να συμπληρώσει.

Ο hunter παραμέρισε τον βάρδο και πλησίασε την γυναίκα. Ακούμπησε το μέτωπό της και το καυτό της δέρμα επιβεβαίωσε τους φόβους του. Ανασήκωσε τα σκεπάσματα κι αποκάλυψε το γυμνό πόδι της. Έβγαλε ένα μικρό μαχαίρι απ’την ζώνη του κι έκοψε τις αυτοσχέδιες γάζες γύρω απ’τον μηρό της. Η πληγή δεν έδειχνε να βελτιώνεται. Κάθε άλλο. Είχε αρχίσει να κακοφορμίζει, πύον και αίμα έτρεχαν, ενώ το δέρμα της είχε αποκτήσει μία μπλαβί, δυσοίωνη απόχρωση.

Ω… αυτό μάλλον δεν είναι καλό σημάδι, είπε ο βάρδος, σκυμμένος πάνω απ’τον ώμο του Razier, αγνοώντας την εχθρική του διάθεση.

Εκείνος γύρισε απειλητικά προς το μέρος του και τον άρπαξε απ’τον σβέρκο.

Στάσου! Περίμενε! Ίσως σου φανώ χρήσιμος!, διαμαρτυρήθηκε ο βάρδος, καθώς τον έσπρωχνε βίαια προς την πόρτα του δωματίου.

Το μόνο που μου έχεις φανεί είναι ενοχλητικός. Αντίο βάρδε, δεν χάρηκα για την γνωριμία, είπε o hunter, καθώς τον έσπρωξε έξω απ’το δωμάτιο, και έκλεισε με δύναμη την πόρτα. 

Ανακουφισμένος που ξεφορτώθηκε τον περίεργο εισβολέα, πήρε μια ανάσα και άρχισε να βγάζει προσεκτικά τον δερμάτινο θώρακα της πανοπλίας του.

A curious visitor – 3.1

Η παλιά πόρτα του ξενώνα έτριξε ελαφρά καθώς υποχώρησε μερικά λίγα εκατοστά. Η λεπτοκαμωμένη φιγούρα γλίστρησε απ’το άνοιγμα κι έκλεισε την πόρτα πίσω της. Δυο σπινθηροβόλα, περίεργα μάτια κοίταξαν αχόρταγα ολόγυρα. Το δωμάτιο έδειχνε έρημο και σκοτεινό. Στο σβηστό τζάκι είχε μείνει μόνο στάχτη και δυο μισοκαμμένα κούτσουρα, ενώ απ’το θαμπό παράθυρο έμπαινε το τελευταίο φως της ημέρας.

Η φιγούρα αρχικά κινήθηκε με επιφύλαξη προς το τραπέζι του δωματίου, κοιτώντας νευρικά προς κάθε κατεύθυνση. Πάνω στην ξύλινη επιφάνεια με τους χοντροκομμένους ρόζους υπήρχε ένα ξεχασμένο πιάτο με αποφάγια και κάποια μικρά, αδειανά, γυάλινα φιαλίδια. Ο λεπτοκαμωμένος άνδρας, πήρε στα χέρια του ένα από αυτά, το περιεργάστηκε στο λιγοστό φως, έβγαλε τον φελλό και μύρισε τα υγρά, εγκλωβισμένα υπολείμματα. Μια έντονη, δυσάρεστη μυρωδιά που θύμιζε κλούβιο αυγό απελευθερώθηκε κι ο άνδρας, ξαφνιασμένος, με μια έκφραση αποστροφής, προσπάθησε να κλείσει  γρήγορα το γυάλινο δοχείο. Το φιαλίδιο γλίστρησε απ’τα ταραγμένα δάχτυλά του, έπεσε στο ξύλινο πάτωμα και διαλύθηκε σε μικροσκοπικά κομμάτια. Η δυσάρεστη μυρωδιά ξεχύθηκε στο δωμάτιο και τύλιξε τον άνδρα που στεκόταν μαρμαρωμένος. Για λίγα λεπτά έμεινε στην θέση του με κομμένη την ανάσα, προσπαθώντας να αφουγκραστεί οποιαδήποτε κίνηση μέσα στο δωμάτιο.

Αφού διαπίστωσε ότι δεν άλλαξε τίποτα γύρω του παρόλο τον σαματά που είχε προκαλέσει, εστίασε πάλι στον μικρό χαμό που επιδείνωσε πάνω στο τραπέζι. Τα “ευρήματα” δεν του τράβηξαν άλλο το ενδιαφέρον και ρίχνοντας άλλη μια ματιά ολόγυρα, κατευθύνθηκε προς το ταλαιπωρημένο κρεβάτι.

Την προσοχή του τώρα είχε τραβήξει ο όγκος που σχηματιζόταν κάτω απ’τα ξεφτισμένα σκεπάσματα. Ακροπατώντας, έφτασε σχεδόν δίπλα στο κεφαλάρι. Οι προσεκτικές του κινήσεις ίσα που ακούγονταν μέσα στην απόλυτη ησυχία. Κάπου στο βάθος μόνο, ξεχώριζαν οι ομιλίες των χωρικών που επέστρεφαν απ’τα χωράφια, σέρνοντας ξωπίσω τους κάρα και άλογα. Στάθηκε για μια στιγμή ακίνητος, αφουγκράστηκε για άλλη μια φορά το δωμάτιο κρατώντας ακόμα και την αναπνοή του και έγειρε μπροστά προσπαθώντας να δει τι έκρυβαν τα σκεπάσματα. Πριν προλάβει να θρέψει την περιέργεια του, η γη χάθηκε κάτω απ’τα πόδια του.

Χωρίς καμία προειδοποίηση ένιωσε ένα χέρι στον σβέρκο του και την επόμενη στιγμή βρέθηκε στον αέρα. Η πλάτη του χτύπησε με δύναμη στον απέναντι τοίχο, δίπλα στο τραπέζι. Μια καρέκλα που βρέθηκε στον δρόμο του διαλύθηκε από την σύγκρουση. Σωριασμένος στο ξύλινο πάτωμα, προσπαθούσε να καταλάβει τι τον χτύπησε, αλλά δεν είχε χρόνο να το σκεφτεί. Μια θεόρατη σκιά αισθάνθηκε να τον πλησιάζει αστραπιαία και να σκύβει από πάνω του. Ένα δυνατό χέρι τον άρπαξε απ’τον λαιμό και τον σήκωσε απότομα. Οι μύτες των ποδιών του ίσα που ακούμπαγαν στο πάτωμα. Ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με μία τρομερή φιγούρα.

Σε απόσταση λίγων εκατοστών, δυο αλλόκοτα μάτια τον κοίταγαν ενώ πέταγαν σπίθες. Δεν είχαν τίποτα το ανθρώπινο. Δύο λαμπερές, μπλε λίμνες είχαν καλύψει τις κόγχες των ματιών και δεν ξεχώριζε η ίριδα από τις κόρες, ένα απόκοσμο θέαμα. Το φοβερό πρόσωπο ήταν βουτηγμένο στο αίμα και την λάσπη, αλλά πίσω απ’ αυτά το δέρμα φαινόταν χλωμό, σαν να μην άνηκε σε ζωντανό. Ένα σχίσιμο, κόκκινο ακόμα, κατέβαινε από το μέτωπο και έφτανε μέχρι το πηγούνι συμπληρώνοντας το απόκοσμο θέαμα. Το φοβερό πρόσωπο πλαισιωνόταν από μαύρα, ανάστατα μαλλιά που έφταναν μέχρι τους ώμους του, βουτηγμένα κι αυτά στην λάσπη και το αίμα.

Ο hunter κράταγε τον εισβολέα στον αέρα, ο οποίος πάλευε να ελευθερωθεί απ’την λαβή του.

Ποιος είσαι και τι κάνεις εδώ μέσα;, γρύλισε και τα λόγια του ακούστηκαν σαν συριγμός. Τα χείλια του είχαν τραβηχτεί πίσω, σε μια επιθετική έκφραση, αποκαλύπτοντας τα λευκά δόντια.

Είμ… είμαι.. ο… βάρ… βάρδος!, απάντησε ενώ πνιγόταν ο άνδρας. Δεν… γκουχ!… δεν… γκουχ!

Ο hunter κατακεραύνωσε τον άνδρα με το βλέμμα του και χαλάρωσε την λαβή του. Ο παρείσακτος βάρδος σωριάστηκε στο έδαφος και βήχοντας, προσπαθούσε να βρει πάλι την ανάσα του.

Είμαι ο … γκουχ!… Dande, ο βάρδος… γκουχ! Σε ξέρω!…γκουχ!… είσαι ένας Hunter…

Ο hunter γύρισε την πλάτη του στον πεσμένο άνδρα και με δυο δρασκελιές βρέθηκε στο προσκέφαλο του κρεβατιού. Η γυναίκα, παρ’όλη την φασαρία, είχε μείνει ασάλευτη.

Ήθελα να βρω έμπνευση…γκουχ… τρελή ιδέα, το παραδέχομαι, αλλά είσαι ένας hunter, συνέχισε την φλυαρία του ο βάρδος.

Εξαφανίσου απο δω, ήρθε η απάντηση μέσα απ’τα δόντια του τρομακτικού άνδρα.

Είσαι ο Μπλε Λύκος! Σε αναγνώρισα! Ο Razier, ο Μπλε Λύκος του Kaer Morhen! Έχεις δει τόσα! Είσαι ότι χρειάζομαι για τα τραγούδια μου! Σε είδα που μπήκες τις προάλλες στο καπηλειό, δεν μπορούσα να χάσω την ευκαιρία.

– Χάσου βάρδε! Μην εξαντλείς την υπομονή μου!

Ξαφνικά, Ο hunter άρχισε να τρέμει. Το παρουσιαστικό του έμοιαζε ακόμα πιο απόκοσμο καθώς έδειχνε να μην μπορεί να ελέγξει το σώμα του, ενώ το πρόσωπό του έχασε και το τελευταίο ίχνος ζωής. Ήξερε πολύ καλά τι σήμαινε αυτό και δεν είχε χρόνο. Έπρεπε να διώξει τον ανακατωσούρη βάρδο πριν να είναι αργά. Η επίδραση των ισχυρών ελιξίριων που είχε καταναλώσει για να αποκτήσει ικανότητες πέραν του φυσικού τελείωνε κι από λεπτό σε λεπτό θα έχανε τις αισθήσεις του. Μέχρι να προσαρμοστεί ξανά το σώμα του στην κανονική του κατάσταση δεν θα ήταν σε θέση να το ορίζει. Έπρεπε να προλάβει…

Μα θα βοηθήσω την φήμη σου! Είμαι γνωστός σε αυτά τα μέρη, θα έχεις περισσότερους πελάτες χάρη σε μένα, συνέχισε να μιλά ο Dande ξεσκονίζοντας τα ρούχα του και ισιώνοντας το καπέλο του. 

Ο hunter γύρισε προς το μέρος του, τρέμοντας, τον κοίταξε απειλητικά και έκανε ένα βήμα μπροστά. Τα γόνατά του λύγισαν και έπεσε στο πάτωμα.

Πολύ αργά”, ήταν το μόνο που πρόλαβε να σκεφτεί πριν σωριαστεί με το πρόσωπο στις ζεστές σανίδες του πατώματος.

The Dravigen – 2.2

Το δωμάτιο του ξενώνα ήταν λιτά επιπλωμένο. Ένα διπλό κρεβάτι στην μία γωνιά, ένα ξύλινο τραπέζι στην μέση, φορτωμένο με μια κανάτα κρασί, και μια μπανιέρα που θύμιζε μισοκομμένο βαρέλι ήταν όλος ο εξοπλισμός που διέθετε. Τοποθετημένο στο δεύτερο πάτωμα ενός μάλλον ετοιμόρροπου κτηρίου, όπου τα ξύλινα σκαλιά τρίζαν σε κάθε βήμα, το μικρό τζάκι δεν έφτανε για να το ζεστάνει ικανοποιητικά και τα φαγωμένα απ’το σαράκι κουφώματα σφύριζαν σε κάθε φύσημα του χειμωνιάτικου ανέμου. Το πιο δελεαστικό στοιχείο του ίσως ήταν ότι βρισκόταν δίπλα στο καπηλειό όπου η μπύρα έρεε άφθονη. Η μικρή πόλη, άλλωστε, δεν είχε πολλά να προσφέρει πέρα απ’ τα δυο τρία καπηλειά και την κεντρική αγορά.

Το Dravigen ήταν για χρόνια ένα μικρό χωριό με λίγους κατοίκους που ασχολούνταν κυρίως με την γεωργία και την κτηνοτροφία. Τα εύφορα εδάφη έμεναν στο μεγαλύτερο μέρος τους αναξιοποίητα με την άγρια φύση να επεκτείνεται και να οργιάζει. Οι μόνιμοι κάτοικοι αρκούνταν στα λίγα χωράφια γύρω από το χωριό απ’ όπου και έβγαζαν τα απαραίτητα για την επιβίωση τους. Αντίστοιχη ήταν και η δραστηριότητα των κτηνοτρόφων με τους λίγους χοίρους σε μικρές στάνες στην άκρη του χωριού, τόσους όσους απαιτούνταν για την ελάχιστη εμπορική δραστηριότητα της χρονιάς. Έτσι κι αλλιώς, σχεδόν κάθε σπίτι διατηρούσε ένα μικρό κηπάκο με λαχανικά και ένα μικρό κοτέτσι με λίγες κότες ή χήνες.

Η ζωή του χωριού άλλαξε όταν στον ποταμό Yaruga, χτίστηκε ένα καινούργιο γεφύρι με εντολή του βασιλιά. Το χωριό βρισκόταν μόλις λίγα χιλιόμετρα από το νέο πέρασμα του ποταμού και αποτελούσε έναν ασφαλή και εύκολο σταθμό για ταξιδιώτες, εμπόρους, ιππότες. Σύντομα η γνώριμη εικόνα του μικρού χωριού άλλαξε και νέα σπίτια άρχισαν να χτίζονται μεγαλώνοντας το μέγεθός του. Οι ροές των ταξιδιωτών δημιούργησαν την ανάγκη για προσωρινούς χώρους φιλοξενίας και οι έμποροι άρχισαν δειλά δειλά να αραδιάζουν στους δρόμους και να πουλάνε την πραμάτεια τους. Οι κάτοικοι, πλέον, είχαν λόγο για να μεγαλώσουν την παραγωγή τους και να επεκτείνουν την δραστηριότητά τους. Καπηλειά, ξενώνες, λίγοι υπαίθριοι πάγκοι με προϊόντα στην κεντρική πλατεία και αργότερα μικρά μαγαζιά με καλούδια, στάβλοι – μέχρι και ένας οίκος ανοχής στήθηκε στο πιο μακρινό σπίτι απ’την πλατεία – και το μικρό χωριό απέκτησε την μορφή που έχει σήμερα. Μια ζωηρή, μικρή πόλη-πέρασμα είχε αναπτυχθεί μέσα σε μόλις πέντε χρόνια. Ο Razier είχε δει την πόλη να μεταμορφώνεται, αν και δεν ήταν ένας σταθμός που συνήθιζε να κάνει. 

Το παιδί άνοιξε την πόρτα του δωματίου κρατώντας ένα αναμμένο, χοντρό κερί κι έκανε χώρο να περάσουν οι ταξιδιώτες. Ο άνδρας, υποβαστάζοντας την κοπέλα, μπήκε στο δωμάτιο και κοίταξε διερευνητικά ολόγυρα. Η μούχλα στις γωνίες των τοίχων και η κάπνα απ’το τζάκι χτύπησαν τα ρουθούνια του. Αν και μικρή η φωτιά στο τζάκι, στην άλλη γωνιά του δωματίου, έριχνε έντονες σκιές. Ακούμπησε την κοπέλα στο κρεβάτι, έβγαλε ένα χάλκινο νόμισμα απ’την τσέπη του και το τίναξε προς το παιδί. Εκείνο, έπιασε το νόμισμα στον αέρα, άφησε το κερί πάνω στο τραπέζι, μουρμούρισε κάτι μέσα απ’τα δόντια του κι έφυγε τρέχοντας. 

Η ώρα περνούσε κι ο άνδρας δεν έδειχνε καμία διάθεση να σηκωθεί. Καθόταν ακόμα στο τραπέζι και γέμισε για δεύτερη φορά την κούπα του με το κρασί απ’τη κανάτα. Κοίταγε την φωτιά που αργοπέθαινε στο τζάκι. Απ’τη στιγμή που είχε μπει στο δωμάτιο, είχε απλά κάτσει σε μια καρέκλα και είχε αφήσει τις σκέψεις του να τον παρασύρουν μακριά. Η γυναίκα έμεινε ασάλευτη πάνω στο κρεβάτι, ακριβώς όπως την είχε αφήσει όταν πρωτομπήκαν.

The Dravigen – 2.1

Τα άλογα προχώραγαν νωχελικά στον επαρχιακό δρόμο. Το ένα πίσω απ’ το άλλο και δεμένα μεταξύ τους, ακολουθούσαν τις προσταγές του καβαλάρη. Ο άνδρας, στητός πάνω στο πρώτο άλογο, τα οδηγούσε κοιτώντας επιφυλακτικά ολόγυρα. Στο δεύτερο άλογο, η γυναίκα ίσα που κατάφερνε να κρατιέται στη σέλα. Σε κάθε βήμα κλυδωνιζόταν επικίνδυνα, ενώ που και που έγερνε μπροστά έτοιμη να κρεμαστεί στον λαιμό του ζώου.

Πόσες ώρες ταξίδευαν; Η γυναίκα δεν μπορούσε να πει. Ο πόνος και η κούραση της προκαλούσαν ζάλη. Δεν ήξερε που βρισκόταν ή πότε θα έφταναν στον προορισμό τους. Δεν ήξερε καν αν υπήρχε προορισμός. Προσπαθούσε να συγκεντρώνεται στον βηματισμό του αλόγου και να παραμένει στην ράχη του. Δεν ήταν λίγες οι στιγμές που έκλειναν τα μάτια της, βυθιζόταν για δευτερόλεπτα στο κενό και απότομα πάλι ξύπναγε λίγο πριν πέσει απ’ τη σέλα.

Ο ήλιος είχε δύσει όταν τα δυο άλογα πέρασαν τα χαμηλά, ξύλινα τείχη και μπήκαν στην μικρή πόλη. Τα πέταλα τους χτύπαγαν στο κακοφτιαγμένο πλακόστρωτο των μικρών δρόμων και μερικά βλέμματα γύρισαν να δουν τους νεοφερμένους. Ωστόσο, η περασμένη ώρα και το λιγοστό φως τους έκρυψαν από την περιέργεια των χωρικών. Ο άνδρας οδήγησε τα άλογα έξω από ένα καπηλειό που ακούγονταν ζωηρές ομιλίες από μέσα. Τα θαμπά τζαμιλίκια στα παράθυρα, γεμάτα λίγδα και σκόνη, ίσα που επέτρεπαν στις φιγούρες να διαγράφονται.

Με μια κίνηση ξεπέζεψε, πέρασε τα γκέμια του στον ξύλινο φράχτη με την ποτίστρα και κατευθύνθηκε στο δεύτερο άλογο. Η κοπέλα είχε γείρει πάνω στον λαιμό του ζώου και δεν φαινόταν να αντιδρά. Εκείνος πέρασε το χέρι του στην μέση της και την τράβηξε προς τα κάτω. Ένα ελαφρύ μουγκρητό ακούστηκε και το σώμα της γλίστρησε απ’τη σέλα. Την ακούμπησε στα σκαλιά, στον φράχτη δίπλα στην ποτίστρα. Έμεινε ακίνητη με κλειστά μάτια.

Ο hunter πέρασε το κατώφλι του καπηλειού και κοντοστάθηκε για μια στιγμή. Η έντονη μυρωδιά καπνού και μπύρας τον υποδέχτηκαν μαζί με ηχηρές ομιλίες και φωνές απ’τους θαμώνες. Στην άλλη μεριά της αίθουσας, δυο βάρδοι γρατζούναγαν τα λαούτα τους και σκάρωναν σαρκαστικά στιχάκια, δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερο σαματά. Μία σωματώδης, μεσήλικη γυναίκα πεταγόταν από τραπέζι σε τραπέζι και σέρβιρε. Ο νεαρός άνδρας προσπέρασε τα τραπέζια με τις μεθυσμένες παρέες, παραμέρισε την ευδιάθετη σερβιτόρα που βρέθηκε για λίγο μπροστά του και κατευθύνθηκε προς τον πάγκο της κουζίνας. Πίσω απ’τον ξύλινο πάγκο ο κάπελας, με χοντρό μουστάκι και κόκκινα μάγουλα απ’το ποτό, γέμιζε τις κανάτες κόκκινο κρασί από ένα βαρέλι. Με την ευδιαθεσία που δίνει το αλκοόλ, γύρισε χαμογελαστός προς τον άνδρα που είχε σταθεί απέναντί του. 

Γεια σου ξένε! Με τι να γεμίσω την καράφα σου; 

– Χαίρεται. Έρχομαι από μακριά και θέλω ένα δωμάτιο. Έχεις;, τον ρώτησε ο νέος. 

– Ω! Μα φυσικά! Δωμάτιο με μπάνιο και φαγητό, αν τραβάει η όρεξή σου.

– Ναι. Πόσο έχει;

– Δύο φλωρίνια η ημέρα ξένε, απάντησε ο ταβερνιάρης και ξεχείλισε μια κανάτα κρασί. Το κόκκινο υγρό έτρεξε στα πλάγια της κανάτας κι έσταξε στο ταλαιπωρημένο ξύλο του πάγκου.

Ο άνδρας έβγαλε ένα πουγκί απ’την ζώνη του, το άνοιξε κι έπιασε από μέσα μια χούφτα γυαλιστερά νομίσματα.

– Θέλω και στάβλο για τα άλογά μου, είπε πάλι.

– Ένα φλωρίνι ακόμα την ημέρα, πρόσθεσε ο ταβερνιάρης.

Ο άνδρας μέτρησε εννιά χρυσά νομίσματα και τα άφησε στον πάγκο.

Εννιά φλωρίνια για το δωμάτιο και τον στάβλο. Θέλω μια μερίδα φαγητό κάθε μέρα στο δωμάτιο.

Ψαχούλεψε ξανά το πουγκί και έβγαλε άλλα τρία χρυσά νομίσματα που γυάλισαν στον χαμηλό φωτισμό της ταβέρνας. 

Και τρία ακόμα για να ξεχάσεις ότι νοίκιασες το δωμάτιο, είπε και έσπρωξε τα νομίσματα προς το μέρος του ταβερνιάρη. Τα μπλε μάτια του γυάλισαν καθώς τον κοίταξε διαπεραστικά.

Ο ταβερνιάρης κοίταξε αινιγματικά τον ξένο, αλλά χωρίς να κάνει οποιαδήποτε ερώτηση, μάζεψε τα νομίσματα, έβγαλε ένα κλειδί απ’ την τσέπη της ποδιάς του και το ακούμπησε πάνω στον πάγκο. Ύστερα, έβαλε μια φωνή κι ένα παιδί με ξεφτισμένο παντελόνι ήρθε τρέχοντας. Το παιδί οδήγησε τον άνδρα προς την έξοδο, ο οποίος έριξε μια λοξή ματιά στον περίγυρο. Το ασημένιο μενταγιόν που κρεμόταν στον λαιμό του γυάλισε στο φως των κεριών της αίθουσας, καθώς πέρναγε το κατώφλι της ταβέρνας. Ένα ζευγάρι περίεργα μάτια τον παρακολουθούσε από ώρα απ’το βάθος της αίθουσας, αλλά δεν το αντιλήφθηκε.

Damsel in distress – 1.6

Ο ήλιος είχε ανέβει στο ψηλότερο σημείο του κι έριχνε τις χλομές αχτίδες του ολόγυρα. Ο χειμώνας ήταν αρκετά βαρύς και, παρόλο που δεν έπεφτε χιόνι, το κρύο ήταν τσουχτερό. Απ’τον περιφερειακό δρόμο της πολιτείας φαινόταν ένα ιδιότυπο καραβάνι να διασχίζει ένα παράλληλο, κακοτράχαλο μονοπάτι. Δύο άλογα με έναν αναβάτη και μία πεζή γυναίκα προχωρούσαν με ασυνήθιστο αργό ρυθμό.

Τα άλογα αναγκάζονταν να περπατάνε με βαριά, τεμπέλικα βήματα, με ταχύτητα που άρμοζε σε γέρικα μουλάρια. Ο καβαλάρης τα συγκρατούσε να μην ανοίξουν το βήμα τους. Δίπλα τους, τρέκλιζε η κοπέλα. Κάθε βήμα ήταν κι ένας άθλος. Τα γυμνά πέλματά της είχαν ματώσει μόλις λίγα μέτρα αφότου ξεκίνησαν. Σκόνταφτε, έπεφτε και σηκωνόταν με δυσκολία. Χωρίς άλλη επιλογή, ακολουθούσε δίπλα στα άλογα. Κι ενώ ταξίδευαν αρκετές ώρες, μόλις που είχαν βάλει ανάμεσά τους μία σεβαστή απόσταση από το κάστρο. Εδώ και λίγη ώρα είχαν σταματήσει να συναντάνε στρατιώτες και περιπόλους που γύριζαν απ΄την πρόσφατη μάχη.

Το μονοπάτι που ακολουθούσαν τώρα, ένας παράδρομος του περιφερειακού δρόμου, τους οδηγούσε στην καρδιά ενός μικρού δάσους. Ξαφνικά και χωρίς προειδοποίηση, ο άνδρας σταμάτησε τα άλογα, λίγα μέτρα αφού πέρασαν τα πρώτα δέντρα. Το πυκνό φύλλωμα τους έκρυβε από κάθε αδιάκριτο βλέμμα. Η κοπέλα σωριάστηκε στα γόνατα της και το μόνο που την συγκρατούσε ήταν το σχοινί που ήταν περασμένο στην σέλα. Απ’το πέσιμο, δάγκωσε τα χείλια της και μεταλλική γεύση πλημμύρισε το στόμα της. Καυτά δάκρυα έτρεξαν στα μάγουλά της. Το κρύο είχε μουδιάσει το σώμα της.

Ο άνδρας ξεπέζεψε και βρέθηκε κοντά στη γυναίκα. Για πρώτη φορά την κοίταξε και το βλέμμα του ήταν μαλακό, γεμάτο ενοχές. Έκοψε το σχοινί και την συγκράτησε να μην πέσει στο έδαφος. Την βοήθησε να καθίσει στην ρίζα ενός δέντρου και έλυσε το σχοινί απ’τα χέρια της. Άνοιξε τον σάκο που είχε περασμένο στην πλάτη του, έβγαλε από μέσα λεπτές λωρίδες υφάσματος και μ‘αυτές τύλιξε τους πληγωμένους της καρπούς. Η κοπέλα τον παρακολουθούσε σαστισμένη, ενώ προσπαθούσε να κρατηθεί και να μην καταρρεύσει. Εκείνος συνέχισε με τα πληγωμένα πέλματά της. 

Δεν… δεν καταλαβαίνω, είπε τελικά σιγανά.

  Εκείνος σήκωσε το κεφάλι. Το βλέμμα του δεν ήταν πια ψυχρό.

Δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να βγεις από κάστρο, της είπε με ελαφρώς απολογητικό τόνο. Είσαι ελεύθερη πριγκίπισσα, πρόσθεσε.

Damsel in distress – 1.5

Ο κρύος αέρας του πρωινού διαπέρασε τα λεπτά της ρούχα κι έκανε το δέρμα της να ανατριχιάσει. Είχε διασχίσει το μισό κάστρο κουτσαίνοντας και παραπατώντας και τώρα, βρισκόταν στον προμαχώνα. Επικρατούσε ζωηρή κίνηση κι αναβρασμός. Ιππότες και ιπποκόμοι πηγαινοέρχονταν σέρνοντας ξωπίσω τους άλογα και μουλάρια. Αγριεμένες φωνές, μεταλλικοί ήχοι και χλιμιντρίσματα γέμιζαν τον αέρα. Από το πατημένο χώμα σηκωνόταν σκόνη, καθώς μπότες και πέταλα το χτυπούσαν. Στο κέντρο του προμαχώνα, ένα μαρμάρινο σιντριβάνι ανάβλυζε νερό μέσα από το σύμπλεγμα δύο σκαλιστών δελφινιών. Δίπλα στο σιντριβάνι, στεκόταν ένα κατάμαυρο άλογο σελωμένο και πίσω του ένα δεύτερο, καφέ, φορτωμένο με δύο σακιά στη σέλα του.

Ο άνδρας πλησίασε τα άλογα και στάθηκε δίπλα στο μαύρο. Άρχισε να τσεκάρει το δέσιμο της σέλας και να χαϊδεύει το λαιμό του, όταν απ’ την άλλη μεριά του προμαχώνα έκανε την εμφάνιση του ο κοντόχοντρος άρχοντας.

Όλα έτοιμα hunter!, του φώναξε καθώς πλησίαζε. Έχουν γίνει όλα όπως τα ζήτησες! Δύο άλογα, προμήθειες για τρεις μέρες δρόμο και μια πλήρης, δερμάτινη πανοπλία. Ο βασιλιάς έμεινε ιδιαίτερα ευχαριστημένος απ’τις υπηρεσίες σου και συμφώνησε σε όλα.

Η εύθυμη φωνή του άρχοντα έκανε τον άνδρα να τον κοιτάξει, ενώ συνέχιζε να κανακεύει το άλογο του. 

Οι υπηρεσίες μου είναι στη διάθεση του βασιλιά σου, είπε παγωμένα και έστρεψε την προσοχή του στο χαλινάρι του αλόγου.

Ο άρχοντας είχε πλησιάσει αρκετά πλέον και την προσοχή του τράβηξε η κοπέλα που στεκόταν παράμερα, με χαμηλωμένο το κεφάλι, περιμένοντας στωικά.

Α! Βλέπω ότι θα συνεχίσεις την διασκέδαση σου αλλού!, είπε με πονηρή διάθεση ο μεσόκοπος άνδρας. Δεν ξέρω όμως, αν ο βασιλιάς την υπολόγιζε σε αυτά που θα έπαιρνες μαζί σου…

Είναι μέρος της αμοιβής μου, τον έκοψε ο hunter και του έριξε ένα σκοτεινό, διαπεραστικό βλέμμα που δεν σήκωνε αντιρρήσεις.

Ο λιπαρός άνδρας πισωπάτησε και δεν είπε κάτι άλλο. Ο hunter πήρε στα χέρια του το σχοινί που έσερνε η γυναίκα και το πέρασε στην σέλα του αλόγου. Ο ίδιος, με ένα σάλτο βρέθηκε στη ράχη του και με μια κίνηση του, το ζώο ξεκίνησε. Η κοπέλα κοίταξε έντρομη τον καβαλάρη, ο οποίος, όμως, δεν της έδωσε σημασία και κάρφωσε το βλέμμα του στην πύλη του κάστρου. Το περίεργο καραβάνι είχε ξεκινήσει το μακρύ του ταξίδι.

Damsel in distress – 1.4

Η κοπέλα άνοιξε τα μάτια της. Μια αχτίδα φωτός που έμπαινε απ’ το παράθυρο την τύφλωσε. Για ελάχιστα δευτερόλεπτα νόμιζε πως είχε ξυπνήσει στο κρεβάτι της. Από στιγμή σε στιγμή, η υπηρέτρια της θα έμπαινε από την πόρτα, κρατώντας τον φορτωμένο δίσκο με το πρωινό. Αλίμονο. Η σκληρή πραγματικότητα την χτύπησε μόλις πήρε την πρώτη ανάσα. Ο πόνος επέστρεψε αμείλικτος. Έσφιξε τα δόντια και γύρισε με κόπο το κεφάλι της προς το τζάκι. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν πριν βυθιστεί σε έναν αρρωστημένο ύπνο, ήταν η σκοτεινή φιγούρα του άγνωστου άνδρα μπροστά απ’την τρεμάμενη λάμψη της φωτιάς.

Η φωτιά είχε πλέον σβήσει. Ο άνδρας, όρθιος, έδενε τον δερμάτινο θώρακα της πανοπλίας του με γυρισμένη την πλάτη. Συνέχισε, χωρίς ιδιαίτερα βιαστικές κινήσεις, και στερέωσε τα μαχαίρια του στην ζώνη του. Σειρά είχαν οι δερμάτινες επικαλαμίδες. Οι κινήσεις του μαρτυρούσαν μία χαρακτηριστική δυσκαμψία που έδειχνε να προέρχεται από τις μελανιές των παγωμένων μυών. Τελικά, είχε δεχτεί περισσότερα χτυπήματα από όσα νόμιζε. Αφού τελείωσε με την εξάρτυσή του, ψαχούλεψε τον σάκο του, πήρε από μέσα έναν υφασμάτινο μπόγο και γύρισε προς το μέρος της.

Αυθόρμητα, η κοπέλα ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι της και η ανάσα της έγινε γρήγορη και κοφτή. Ήταν λάφυρο πολέμου κι ο άγνωστος άνδρας απέναντί της όριζε την τύχη της. Ακόμα κι αν της έδειχνε φιλική διάθεση, δεν θα είχε λόγο να αισθάνεται ασφαλής. Βέβαια, το απροσπέλαστο προσωπείο με το παγωμένο βλέμμα του δεν βοηθούσαν.

Φόρεσε αυτά, της είπε, βλέποντας πως τον κοιτάζει, και τα άφησε στο κάτω μέρος του κρεβατιού. Δεν έχω άλλο χρόνο για χάσιμο, πρόσθεσε.

Ο άνδρας γύρισε πάλι προς το τζάκι και κάθισε σε μία από τις πολυθρόνες. Η προσοχή του πλέον ήταν στραμμένη στο σπαθί του. Η καθαρή λεπίδα γυάλιζε στο φως της μέρας. Πήρε μία μακρόστενη πέτρα μέσα απ’τον σάκο του και με μεγάλες κινήσεις την έσερνε πάνω στο ατσάλι προς την ίδια κατεύθυνση. Η πέτρα άφηνε πίσω της έναν οξύ, σιγανό ήχο.

Η γυναίκα, δαγκώνοντας τα χείλη της, γλίστρησε απ’ τα σκεπάσματα και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Το δέρμα της, όπου δεν καλυπτόταν απ’τις άτσαλα κομμένες λωρίδες υφάσματος, ανατρίχιασε στην πρωινή δροσιά. Πήρε στα χέρια της τον υφασμάτινο μπόγο, τον ξετύλιξε και έβγαλε από μέσα λεπτά, βαμβακερά ρούχα: ένα δετό πουκάμισο και ένα φαρδύ παντελόνι. Ήταν ρούχα που φοριόντουσαν κάτω από πανοπλία για να ζεσταίνουν και να προστατεύουν το δέρμα. Με σκληρές κινήσεις, σχεδόν λαχανιάζοντας, φόρεσε τα -αρκετά νούμερα μεγαλύτερα- ανδρικά ρούχα και έμεινε καθισμένη στο κρεβάτι. 

Κάποια στιγμή, ο άνδρας αντιλήφθηκε την ακινησία της και γύρισε προς το μέρος της. Την πλησίασε, στάθηκε μπροστά της και περίμενε. Εκείνη τον κοίταξε μορφάζοντας και έτεινε τα χέρια της προς το μέρος του. Το σκληρό σχοινί που κρατούσε στα χέρια του πέρασε στο ματωμένο αυλάκι των καρπών της και τυλίχτηκε σφιχτά. Το πρόσωπό της συσπάστηκε. Ο άνδρας, στην συνέχεια, την έστησε στα πόδια της, φορτώθηκε τον σάκο του και άνοιξε την πόρτα του δωματίου. Η κοπέλα, ξυπόλυτη, βρέθηκε να διασχίζει τους διαδρόμους του ξένου κάστρου, ακολουθώντας με δυσκολία τον δεσμώτη της.

Damsel in distress – 1.3

Τα μάγουλά του είχαν αναψοκοκκινίσει απ’την ζέστη της φωτιάς. Η πολυτέλεια του τζακιού ήταν κάτι που εκτιμούσε μετά από μία δύσκολη μέρα. Ο άνδρας είχε καθίσει στην αναπαυτική πολυθρόνα και είχε κλείσει τα μάτια του. Στα αυτιά του έφτανε μόνο το ακανόνιστο τσιτσίρισμα των ξύλων που καίγονταν. Πόση ώρα είχε μείνει έτσι, δεν μπορούσε να πει. Ίσως να είχε κοιμηθεί για κάποια λεπτά. Μια απρόσμενη αναστάτωση απ’ τη μεριά του κρεβατιού τον έβγαλε απ’την ηρεμία του.

Η γυναίκα βγήκε από τον λήθαργό της και άνοιξε τα μάτια της. Κάθε εκατοστό του κορμιού της πονούσε και ένιωθε να πνίγεται. Αγκομαχώντας και βήχοντας, προσπαθούσε να δει ολόγυρα και να ανασηκωθεί. Αγωνιζόταν να καταλάβει που βρισκόταν και τι είχε συμβεί, όταν τον είδε. Δυο ψυχρά, ανέκφραστα μάτια την παρακολουθούσαν. Η κοπέλα πάγωσε. Όλες οι μνήμες της τελευταίας ημέρας πέρασαν αστραπιαία μπροστά απ’τα μάτια της. Το πεδίο της μάχης, ο άνδρας με τα αφύσικα, “παγωμένα”, μπλε μάτια, η πτώση της και η αιχμαλωσία της μετά την ήττα. Απέναντι της, δίπλα στο τζάκι, καθόταν ο άνδρας με τα διαπεραστικά, ζαφειρένια μάτια που στάθηκε αιτία να πέσει στο πεδίο της μάχης και να καταλήξει στα χέρια του εχθρού.

Μονομιάς, το αίσθημα πόνου που την πλημμύριζε μετατράπηκε σε πανικό. Με όση δύναμη της είχε απομείνει, πέταξε άτσαλα τα σκεπάσματα που την κάλυπταν, έδωσε έναν ατσούμπαλο σάλτο και βρέθηκε απ’ την άλλη μεριά του κρεβατιού. Το σώμα της προσέκρουσε βίαια στο σκληρό πλακόστρωτο. Ένιωσε ένα πλευρό της να υποχωρεί και μια κραυγή πόνου ξέφυγε απ’ τα χείλη της. Έκανε άλλη μία απεγνωσμένη προσπάθεια και σύρθηκε όσο πιο μακριά μπορούσε από το τζάκι, προς το παράθυρο. Καθώς πέρναγε δίπλα απ’το κρεβάτι, είδε το παρατημένο μαχαίρι ανάμεσα στα σκισμένα πανιά και τους λεκέδες από αίμα και χωρίς δεύτερη σκέψη, το άρπαξε. Κουλουριάστηκε δίπλα στην μπανιέρα και με τρεμάμενο χέρι κράτησε μπροστά της το μαχαίρι. Δάκρυα πόνου έτρεχαν από τα μάτια της.

Ο άνδρας καθόταν πάντα στην πολυθρόνα. Παρακολουθούσε την σκηνή που διαδραματιζόταν μπροστά του ατάραχος, σαν να έβλεπε μία χιλιοπαιγμένη θεατρική παράσταση. Κοίταζε το κουρελιασμένο σώμα της κοπέλας και μύριζε το αίμα και τον φόβο της στον αέρα. Για αρκετά λεπτά δεν έκανε καμία κίνηση, παρά μόνο την παρατηρούσε: όσο πέρναγε η ώρα τόσο εξασθενούσαν οι κινήσεις της και χαμήλωνε το χέρι της απ’ το βάρος του μαχαιριού.

Κάποια στιγμή, ο άνδρας σηκώθηκε χωρίς βιασύνη και κατευθύνθηκε προς το μέρος της. Η κοπέλα τινάχτηκε σαν να την χτύπησε κεραυνός. Έσφιξε τα δόντια της και σήκωσε το μαχαίρι στο ύψος του προσώπου της. Κοίταζε τον άνδρα που πλησίαζε και προετοιμαζόταν για το αναπόφευκτο. Προσπάθησε να κάνει τον εαυτό της απειλητικό, αλλά ήξερε ότι κάτι τέτοιο ήταν μάταιο. Λίγες στιγμές αργότερα, ο άνδρας στεκόταν από πάνω της. Έκανε μία απέλπιδη προσπάθεια να κάνει μία τελευταία επίθεση, αλλά η κίνησή της σταμάτησε στον αέρα ακαριαία. Ένιωσε το χέρι της να συνθλίβεται και έτριξε τα δόντια της απ’ τον πόνο. Το μαχαίρι γλίστρησε απ’τα δάχτυλά της και έπεσε στο λιθόστρωτο κάνοντας έναν μεταλλικό ήχο. 

Ο άνδρας χαλάρωσε την λαβή του και μάζεψε το μαχαίρι του. Εκείνη στριμώχτηκε όσο μπορούσε στον τοίχο και, με κρυμμένο το πρόσωπό της, περίμενε στωικά. Το τσακισμένο σώμα της έτρεμε απ’ τον πόνο και το κρύο. Ο hunter, ανέκφραστος, πήρε μία κουβέρτα από το κρεβάτι και επέστρεψε κοντά της. Γονάτισε δίπλα της, πέρασε την κουβέρτα στους ώμους της, την τύλιξε προσεκτικά και με ήρεμες κινήσεις την έφερε προς το μέρος του. Για άλλη μία φορά την σήκωσε στα χέρια του και την ακούμπησε στο κρεβάτι. Η κοπέλα δεν πρόβαλε καμία αντίσταση, αλλά κοίταζε με απορία τον άνδρα, ενώ ακόμα έτρεχαν δάκρυα απ’τα μάτια της. Εκείνος την σκέπασε πάλι με τα σκεπάσματα, έφτιαξε τα μαξιλάρια και την έσπρωξε να ξαπλώσει. Το βλέμμα του έπεσε στους καρπούς της. Πήρε το μικροκαμωμένο χέρι της και για λίγο κοίταξε τον πληγωμένο καρπό της. Το σχοινί είχε αφήσει πίσω του ένα ματωμένο αυλάκι στο μαλακό δέρμα. 

Κοιμήσου. Αύριο θα ρθεις μαζί μου, είπε ψυχρά, κρατώντας ακόμα το χέρι της, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του.

Η κοπέλα δεν απάντησε. Εκείνος, ακούμπησε το χέρι της στα σκεπάσματα και σηκώθηκε. Γύρισε πάλι στο τζάκι και το βλέμμα του χάθηκε στις φλόγες που χόρευαν.