The tale of the Hunter

Άλλη μία ιστορία…

The bard – 7.3

Όχι το λαούτο μου! Μη!

Η σπαρακτική φωνή του βάρδου αντήχησε στο μικρό στενό. Το ξύλινο, μουσικό όργανο κομματιάστηκε καθώς χτύπησε με δύναμη στο λιθόστρωτο. Ο μεγαλόσωμος άνδρας κράταγε ακόμα τον βάρδο απ’ τον γιακά, ενώ ο συνεργάτης του κατέστρεφε ολοκληρωτικά το λαούτο.

Αν δεν πληρώσεις το χρέος σου σε δυο μέρες, θα έχεις την τύχη του, είπε απειλητικά μόλις λίγα εκατοστά από το πρόσωπο του τρομοκρατημένου μουσικού. Η ανάσα του μύριζε έντονα φτηνή μπύρα.

Μα έχω ήδη πληρώσει!, διαμαρτυρήθηκε ο βάρδος.

Αλλού αυτά τα κόλπα σου βάρδε! Έδωσες μερικά χρυσά φλωρίνια και άχρηστες περγαμηνές με ορνιθοσκαλίσματα! Θέλω τα χρήματα μου!

Ψέματα! Πλήρωσα όλο μου το χρέος και σου έδωσα και μερικά ανεκτίμητα έγγραφα! Η ολοκαίνουργια ποιητική μου συλλογή είναι στα χέρια σας! Και μόνο να την δείξεις στην αυλή του βασιλιά, θα σε γεμίσουν με χρυσό!

Το χρέος το ορίζουμε εμείς! Κι αφού λέμε ότι χρωστάς, χρωστάς!

Μα πως θα βρω τα χρήματα χωρίς λαούτο; κλαψούρισε ο βάρδος. Τι συμφωνία είναι αυτή; Έπρεπε να πληρώσω το χρέος μου μέχρι το τέλος του νέου φεγγαριού και το έκανα! Πότε άλλαξε η συμφωνία;

Εμένα πάντως με έπεισε. Έχει εξοφλήσει το χρέος του.

Η φωνή ήρθε απ’ το βάθος του στενού πίσω τους. Ο Razier είχε ακουμπήσει στον τοίχο και με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του, παρακολουθούσε την σκηνή. Οι τρεις άνδρες γύρισαν να τον κοιτάξουν.

Hunter! Μην ανακατεύεσαι. Συνέχισε τον δρόμο σου σαν να μην είδες τίποτα, του απάντησε ο ένας άνδρας, αφήνοντας τον βάρδο που σωριάστηκε στο έδαφος, και πιάνοντας την λαβή του μαχαιριού που κρεμόταν στην ζώνη του.

Τυγχάνει να βρίσκεστε στον δρόμο μου. Οπότε, μάλλον ήρθε η ώρα να φύγετε.

Οι δυο άνδρες έβγαλαν τα μαχαίρια τους κι ετοιμάστηκαν να επιτεθούν.

Απόβρασμα! Θα το μετανιώσεις!, γρύλισε ο ψηλός, ογκώδης άντρας κι έτρεξε κατά πάνω του.

Ο Razier κάρφωσε την απειλή που έτρεχε προς το μέρος του και τράβηξε το ατσάλινο σπαθί απ’ την θήκη του. Πριν ακόμα οι δρόμοι τους διασταυρωθούν, η ακονισμένη λεπίδα κατέβηκε με φόρα αστράφτοντας στο μισοσκόταδο, και έσκισε τον αέρα σφυρίζοντας. Το μικρό μαχαίρι έπεσε στο λιθόστρωτο, ενώ τα δάχτυλα το κράταγαν ακόμα. Η κραυγή του άνδρα αντήχησε στο απόμερο στενό. Ο δεύτερος τοκογλύφος, που στεκόταν ακόμα δίπλα στον βάρδο, τρομοκρατημένος πέταξε το μαχαίρι του στο έδαφος και το έβαλε στα πόδια. Ο πεσμένος άνδρας σύρθηκε σφαδάζοντας όσο πιο μακριά μπορούσε απ’ τον Razier που τον κοίταγε ακίνητος στην θέση του. Ακούμπησε με την πλάτη στον κοντινό τοίχο, σηκώθηκε τρεκλίζοντας και ακολούθησε τον πρώτο όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ενώ σταγόνες αίματος έσταζαν απ’ το κομμένο χέρι του.

Ο hunter έβαλε πάλι το σπαθί του στην θήκη του και πλησίασε τον βάρδο που είχε παγώσει στην θέση του.

Λοιπόν… Zach, είναι αλήθεια ότι έχεις πληρώσει το χρέος σου ή άδικα επιβεβαίωσα την κακή μου φήμη;, είπε ο Razier ειρωνικά και του έτεινε το χέρι του.

Ο βάρδος έπιασε το χέρι και σηκώθηκε. Μάζεψε το στραπατσαρισμένο καπέλο του και πλησίασε το κατεστραμμένο λαούτο του.

Αλήθεια είναι! Έχω πληρώσει μέχρι και το τελευταίο φλωρίνι… Σ’ ευχαριστώ Μπλε Λύκε, με έσωσες…, είπε κοιτώντας τα σπασμένα κομμάτια.

Άσε τις ευχαριστίες βάρδε. Κράτα τον λόγο σου και μη ξαναμπλεχτείς στα πόδια μου. Ο hunter γύρισε να φύγει.

Οϊμέ! Τι θα απογίνω χωρίς το λαούτο μου! Γιατί δεν πέφτει φωτιά, όπως έπεσε στο κάστρο της Θεάς!; Γιατί δεν με καταστρέφει, όπως κατέστρεψε τις άδολες ιέρειες;, θρήνησε ο βάρδος πάνω απ τα απομεινάρια του μουσικού οργάνου του, πέφτοντας δραματικά στα γόνατα. Η σπαρακτική φωνή του γεμάτη μελοδραμματικές υπερβολές αντήχησε στο σκοτεινό σοκάκι.

Ο Razier στο άκουσμα αυτών των λόγων κοντοστάθηκε. Ανάμεσα στον υπερβολικό θρήνο του βάρδου και στα θεατρικά δάκρυα που έχυνε για τον χαμένο λαούτο, οι υπαινιγμοί του του πάγωσαν την ραχοκοκκαλιά. 

Τι είπες;

Τι θα απογίνω χωρίς λαούτο; Πως θα τραγουδάω την ποίηση μου;

Τι είπες για το κάστρο της Θεάς, βάρδε; Είναι μία απ’ τις ποιητικές υπερβολές σου;

Ο hunter στεκόταν τώρα από πανω του και το βλέμμα του είχε σκοτεινιάσει.

Όχι, δεν είναι! Πριν δυο μέρες το κάστρο της Θεάς Melitele κάηκε. Οι χωρικοί λένε ότι έπεσε φωτιά απ’ τον ουρανό, ότι η Αιώνια Φωτιά τιμώρησε την ψεύτικη Θεά. Λένε ότι κανείς δεν επέζησε και ότι η φωτιά καίει ακόμα. Κανείς δεν τολμά να πλησιάσει. Η τιμωρία που περιμένει όλους τους άπιστους, έτσι διατείνονται οι ιερείς τις Αιώνιας Φωτιάς σε όλη την επικράτεια. 

Η φωτιά δεν πέφτει απ τον ουρανό, μουρμούρισε ο Razier και κίνησε να φύγει με γοργό βήμα.

Ο βάρδος τον είδε να απομακρύνεται και πετάχτηκε όρθιος.

Θα πας στο κάστρο;! Στάσου! Θα ρθώ κι εγώ!, είπε κι έτρεξε πίσω του ξεχνώντας τελείως την υπόσχεση του να μείνει μακριά.

The bard – 7.2

Μην δίνεις σημασία στους χωρικούς, hunter. Δεν μπορούν να καταλάβουν την χάρη που τους έκανες.

Η νεαρή κοπέλα ακούμπησε στο τραπέζι την πιατέλα με τον ξεροψημένο λαγό και την κούπα με το κόκκινο κρασί. Το στρογγυλό πρόσωπο της έλαμπε καθώς του χαμογελούσε. Οι κοκκινωπές μπούκλες έπεφταν άτακτα στους ώμους της τονίζοντας τις φακίδες της και το νεαρό της ηλικίας της. Με σβελτάδα και χάρη πήρε τον δίσκο της και χάθηκε ανάμεσα στους θαμώνες του καπηλειού. 

Ο Razier την ακολούθησε με το βλέμμα του να κινείται γρήγορα μέσα στην αίθουσα και να σερβίρει αριστερά και δεξιά τα τραπέζια. Μια ευχάριστη νότα ανάμεσα στην κακοφωνία του χωριού. Καθισμένος στο πιο απόμερο τραπέζι στο βάθος της σάλας, παρατήρησε για λίγο τους χωρικούς που κατανάλωναν αφειδώς μεγάλες ποσότητες πικρής μπύρας και κόκκινου κρασιού. Στις σκόρπιες κουβέντες που ακούγονταν ολόγυρα μονοπωλούσε το θέμα των Aρπυιών. Οι περισσότεροι έβλεπαν καχύποπτα την παρουσία του, ακόμα κι αν χάρη σε αυτόν απαλλάχθηκαν απ’ τα αιμοδιψή αρπακτικά. Κάποιοι έδειχναν να προτιμούν τα τέρατα έξω απ’ τα σπίτια τους, παρά να χρωστάνε ευγνωμοσύνη σε έναν hunter. Κάποιοι άλλοι τον φοβόντουσαν το ίδιο με τα τέρατα και θα ηρεμούσαν μόνο αν έφευγε και ήταν ένα μακρινό πρόβλημα. Έτρεμαν στην ιδέα ότι μπορεί να αποφάσιζε να μείνει στο χωριό τους. Λίγοι ήταν αυτοί που έδειχναν να εκτιμούν την προσφορά του. Η προσοχή του, τελικά, στράφηκε στο γεύμα του.

– Είσαι το επίκεντρο της προσοχής για απόψε, αλλά εγώ θα μπορούσα να σε κάνω θέμα για κάθε βράδυ!

Η εύθυμη φωνή ακούστηκε από πάνω του. Μια δεύτερη κούπα κρασί είχε έρθει δίπλα στην δική του. Ο Razier σήκωσε τα μάτια του και είδε στην άδεια καρέκλα απέναντι του, τώρα να κάθεται ένας νεαρός άνδρας με διάπλατο χαμόγελο που αποκάλυπτε μία ολόλευκη οδοντοστοιχία. Το φανταχτερό γιλέκο με την μεγάλη ποικιλία χρωμάτων και ο στραβοβαλμένος μπερές με το κόκκινο φτερό φώτιζαν ακόμα περισσότερο το λαμπερό πρόσωπο του. Ο βάρδος, χωρίς δισταγμό και χωρίς άδεια, είχε κάτσει στο τραπέζι του.

– Άρχοντα hunter, δεν γνωριστήκαμε κάτω απ τις ιδανικότερες συνθήκες. Παραδέχομαι ότι ίσως επέδειξα υπερβολικό ζήλο και, πιθανόν, να ήμουν πιο παρορμητικός απ ότι επέβαλε η περίσταση. Βέβαια, δεν μπορείς να αρνηθείς ότι κι εσύ δεν ήσουν ιδιαίτερα φιλόξενος ή πρόθυμος. Αλλά θα πρότεινα να αφήσουμε πίσω μας το παρελθόν και να συστηθούμε ξανά: είμαι ο Dande ο βάρδος, είπε ευδιάθετα ο χαμογελαστός άνδρας. 

Ο Razier κοίταγε τον βάρδο με ανάμεικτα συναισθήματα. Το θράσος του τον εκνεύριζε και τον εξέπληττε ταυτόχρονα. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν υπερβολικά παράτολμος ή ασυναγώνιστα ανόητος. Συνέχισε να τον κοιτά ανέκφραστος, ενώ κάρφωνε άλλη μία μπουκιά κρέας. 

– Όλο το χωριό σήμερα μιλάει για το κατόρθωμα σου, αλλά νομίζω ότι τους λείπει ο σωστός τρόπος να το αφηγηθούν. Δεν έχεις “πουλήσει” καθόλου καλά τον εαυτό σου…

Ο hunter έμενε σιωπηλός. Μασούλαγε το κρέας και άφηνε τον βάρδο να πολυλογεί.

– Είδαν έναν άγνωστο, βουτηγμένο στις λάσπες να σέρνει ξοπίσω του κομμάτια κρέατος. Τρομακτικό, πραγματικά, θέαμα! Τα παιδιά στην πλατεία ακόμα κλαίνε. Κανένας δεν τους εξιστόρησε την ιστορία σου! Δεν μάθανε ποτέ για την επική μάχη, τον κίνδυνο, την αγωνία, τον θρίαμβο! Βγάλανε μόνοι τους συμπεράσματα και θεωρούν ότι ένα τέρας κατασπάραξε ένα άλλο! 

Ο Razier έπιασε την κούπα του κι ήπιε μια γουλιά κρασί. Είχε αρχίσει να διασκεδάζει με την αφέλεια του βάρδου. Ένα ειρωνικό ύφος είχε πλέον ζωγραφιστεί στο βλέμμα του. Αν κάτι όμως έπρεπε να παραδεχτεί, αυτός ήταν ο ζήλος του. Ο βάρδος συνέχισε ακάθεκτος. Την ακατάπαυστη πολυλογία του χρωμάτιζε παράλληλα με χειρονομίες, σαν να έδινε μία μικρή παράσταση.

– Τι νομίζεις ότι κάνει καλύτερο έναν ιππότη από εσένα; Έχουν περισσότερο θάρρος ή μήπως είναι πιο αποτελεσματικοί; Μα, τίποτα από αυτά! Κάθε ιππότης έχει μια στρατιά από ποιητές, βάρδους και τελάληδες που το μόνο που κάνουν είναι να διαλαλούν τα κατορθώματά τους! Η υπερβολή ρέει στον λόγο τους και η φήμη τους προπορεύεται των ιδίων. Ποτέ δεν φτάνουν κάπου πριν στείλουν πρώτα απεσταλμένους να ετοιμάσουν το έδαφος. Περιγράφουν τα κατορθώματα τους, μαγεύουν το κοινό τους και οι χωρικοί τους βλέπουν σαν ημίθεους ανάμεσά τους, σαν σωτήρες τους! 

– Ώστε μόνο αυτό με χωρίζει από έναν ιππότη, είπε τελικά ο Razier με περιπαικτική διάθεση. 

Μα φυσικά! Οι απλοί χωρικοί στερούνται μεταξύ άλλων φαντασίας!, συνέχισε ο βάρδος αγνοώντας τον σαρκασμό του συνομιλητή του. Χρειάζονται επαγγελματική βοήθεια για να μπορέσουν να αντιληφθούν την αξία όσων δεν καταφέρνουν να δουν με τα ίδια τους τα μάτια. Κάποιες φορές, χρειάζεται ακόμα κι αν τα έχουν δει. Γι’ αυτό, άλλωστε, υπάρχω εγώ!, κατέληξε θριαμβευτικά. 

Το πλατύ χαμόγελο του βάρδου φώτιζε ακόμα περισσότερο την πανδαισία χρωμάτων που τον κοσμούσε. Το πρόσωπο του έλαμπε ολόκληρο και φουσκωμένος σαν παγόνι κοίταγε υπερήφανα τον hunter. Ο Razier παριστάνοντας τον έκπληκτο, δεν έκανε ούτε μια προσπάθεια για να κρύψει την ειρωνική του έκφραση. Πως να υποψιαστεί άλλωστε ότι όλη αυτή η πολυλογία θα κατέληγε στον βάρδο; 

Αφήνοντας τον να συνεχίζει την φλυαρία του, την προσοχή του τράβηξαν δυο άνδρες που εκείνη την στιγμή έμπαιναν στην ταβέρνα και, μεμιάς, άρχισαν να κοιτάνε διερευνητικά ολόγυρα στην αίθουσα ψάχνοντας κάτι. Ήταν ξεκάθαρο πως δεν είχαν έρθει για το κρασί ή τον λαγό, καλούδια για τα οποία φημιζόταν στην γύρω περιοχή η μικρή ταβέρνα. Ο βάρδος συνέχισε τα εγκώμια για τις ικανότητες του στο τραγούδι και την σύνθεση ποιημάτων, χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι πλέον είχε χάσει τελείως την προσοχή του συνομιλητή του.

Οι δυο νεοφερμένοι κινούνταν ανάμεσα στα τραπέζια, μιλώντας με τους θαμώνες αριστερά και δεξιά. Ο ένας από αυτούς, ο πιο μεγαλόσωμος και ψηλός, σταμάτησε την νεαρή σερβιτόρα με τον φορτωμένο ξύλινο δίσκο και, αφού αντάλλαξαν μερικές κουβέντες, γύρισε το κεφάλι του προς το τραπέζι του Razier. Έπειτα, φώναξε κάτι απροσδιόριστο στον άλλο άντρα για να του τραβήξει την προσοχή και οι δυο μαζί κατευθύνθηκαν προς το μέρος του. Ο Razier, που παρακολουθούσε όλη αυτή την ώρα τις κινήσεις, άγγιξε το μαχαίρι που κρεμόταν στην ζώνη του για να σιγουρευτεί ότι ήταν στην θέση του.

– … σκέψου μόνο πόσο πιο εύκολα θα σου δίνουν δουλειές οι… 

Η φράση του βάρδου έμεινε στη μέση, καθώς ένα δυνατό χέρι κατέβηκε στον ώμο του. Εκείνος ξαφνιασμένος αναπήδησε στην θέση του και γύρισε απότομα να δει ποιος τον διέκοψε. Πίσω του είχαν σταθεί οι δύο άνδρες. Η έκφραση τους ήταν βλοσυρή.

Zach. Σε ψάχνουμε σε όλο το χωριό, είπε ο μεγαλόσωμος άνδρας που τον χτύπησε στον ώμο. 

– Ε… δεν τραγουδάω σήμερα κύριοι. Λογικό να μην με βρίσκατε. 

– Άσε τις εξυπνάδες βάρδε. Ξέρεις πολύ καλά γιατί σε ψάχνουμε, τον έκοψε ο δεύτερος άνδρας και έκανε ένα βήμα πιο κοντά. Το πρόσωπο του έδειχνε παραμορφωμένο απ’ τη μία μεριά. Μια ουλή, απομεινάρι εγκαύματος, ξεκίναγε απ’ το μέτωπο και κατέληγε στο δεξί αυτί του, αφήνοντας πίσω ζαρωμένο και κοκκινωπό δέρμα. 

– Που είναι τα φλωρίνια μας;!

Τι;!, αναφώνησε ο βάρδος. Έχω ξεπληρώσει το χρέος μου! Έχω πληρώσει μέχρι και το τελευταίο φλωρίνι!

– Δεν έχεις αποπληρώσει ούτε το μισό απ’ το χρέος σου!, φώναξε ο γεροδεμένος άνδρας, τον έπιασε απ’ τον γιακά και τον σήκωσε απ’ τη θέση του.

– Έχω ξεπληρώσει όλο το χρέος μου!, συνέχισε να διαμαρτύρεται ο βάρδος. Άρχοντα hunter! Λέω την αλήθεια! Έχω πληρώσει το χρέος μου!, είπε απευθυνόμενος στον Razier απελπισμένα. Βοήθησε με!

Zach; Νόμιζα ότι είσαι ο Dande, ο βάρδος, σχολίασε ο Razier χωρίς να κρύβει τον σαρκασμό του. Δυσκολεύομαι να παρακολουθήσω την κουβέντα σας, συμπλήρωσε δείχνοντας πραγματικά να διασκεδάζει με την κατάσταση.

– Πρόκειται για παρεξήγηση! 

– Έλα μαζί μας βάρδε!, επέμεινε ο μεγαλόσωμος τοκογλύφος και τον παρέσυρε απ΄ τη θέση του.

– Άρχοντα hunter! Σε προσλαμβάνω! Χρειάζομαι την βοήθειά σου!, αναφώνησε ο βάρδος και ξεφεύγοντας απ τα χέρια του άνδρα, έσκυψε πάνω απ’ το τραπέζι, αναποδογύρισε στο πέρασμα του την κούπα του με το κρασί και βρέθηκε λίγα εκατοστά απ’ το πρόσωπο του hunter. 

O Razier ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα και σταύρωσε τα χέρια του στο στήθος του.

Οι υπηρεσίες μου, όπως ξέρεις, δεν δίνονται χωρίς αντάλλαγμα και εσύ δεν βλέπω να έχεις να τις πληρώσεις. Δεν έχεις ακόμα καν εξοφλήσει τις υπηρεσίες των κυρίων.

Ένα περιπαικτικό χαμόγελο είχε ζωγραφιστεί στο πρόσωπο του.

Θα πληρώσω! Θα… θα βρω! 

– Δεν είμαι μπράβος βάρδε, απάντησε σοβαρός. Η δουλειά μου είναι να κυνηγάω τέρατα, όχι να βοηθάω σε καυγάδες.

Ο βάρδος τον κοίταζε έντρομος. Χοντρές σταγόνες ιδρώτα κατέβαιναν στο κούτελο του. Ο Razier γύρισε προς τους δυο τοκογλύφους, οι οποίοι περίμεναν να δουν πως θα εξελιχθεί η συζήτηση. Ένας hunter δεν ήταν κάτι που περίμεναν να βρουν.

– Κύριοι, θα μου επιτρέψετε να συνεχίσω το γεύμα μου, είπε απευθυνόμενος στους δυο απειλητικούς άνδρες με την ίδια περιπαικτική διάθεση.

– Έλα μαζί μας Zach!, είπε ένας απ αυτούς και τον τράβηξε απότομα απ΄το γιλέκο, παρασέρνοντας την καρέκλα που καθόταν.

– Μπλε Λύκε! Σε ικετεύω! Βοήθεια! Δεν θα ξαναμπλεχτώ στα πόδια σου! Το ορκίζομαι!, φώναξε ο βάρδος καθώς οι δυο άνδρες τον έσερναν προς την έξοδο. 

Οι υπόλοιποι θαμώνες κοίταγαν το σκηνικό που εκτυλίσσονταν μπροστά τους, αλλά κανείς δεν έδειξε οποιαδήποτε διάθεση να αναμειχθεί. Λίγα λεπτά αργότερα, όλοι είχαν επιστρέψει στο πιοτό τους, σαν να μην έγινε τίποτα.

The bard – 7.1

Τα νύχια του λυσσασμένου αρπακτικού πέρασαν ελάχιστα εκατοστά απ’ το πρόσωπο του. Η Άρπυια τίναξε το φτερωτό της χέρι στοχεύοντας στον λαιμό του. Ίσα που πρόλαβε να πέσει στα γόνατα για να αποφύγει το χτύπημα. Για ελάχιστα δευτερόλεπτα είχε την ευκαιρία που έψαχνε. Τίναξε το επάργυρο σπαθί του και κάρφωσε τα εκτεθειμένα πλευρά του τέρατος.

Η κραυγή της Άρπυιας έσκισε τον αέρα. Το πληγωμένο τέρας προσπάθησε να προστατέψει τον κορμό του με την φτερούγα του, αλλά ο hunter ήταν πιο γρήγορος. Τίναξε για δεύτερη φορά το σπαθί του και έσπασε το στέρνο του. Κομμάτια σαπισμένης σάρκας και σπασμένα κόκαλα πετάχτηκαν ολόγυρα. Μια ακόμη κραυγή βγήκε απ’ το γαμψό ράμφος του αρπακτικού και έπεσε νεκρό στις λάσπες, δίπλα στις υπόλοιπες Άρπυιες.

Ο Razier στεκόταν ακίνητος πάνω από τα άψυχα σώματα των τεράτων, κρατώντας στα χέρια του το σπαθί και βαριανασαίνοντας. Λάσπες και αίματα κυλούσαν στην πανοπλία του. Έσκυψε πάνω απ’ τα πτώματα και με ένα αιχμηρό μαχαίρι έκοψε μία φτερούγα απ’ το καθένα. Φόρτωσε με δυσκολία το τρόπαιο του στο αναστατωμένο άλογο του και πήρε το λασπωμένο δρόμο της επιστροφής. Ήταν περίεργο που οι Άρπυιες είχαν κατέβει τόσο χαμηλά στον κάμπο, και μάλιστα αυτή την εποχή που οι συχνές βροχές είχαν μετατρέψει την περιοχή σε βάλτο. Το είδος τους σπάνια το συναντούσε κανείς μακριά από βουνοκορφές κι απόκρημνους γκρεμούς. Το τελευταίο καιρό, όμως, παρατηρούσε αλλαγές στις συνήθειες πολλών τεράτων, χωρίς κάποια εμφανή αιτία να τις δικαιολογεί. 

Ώρες αργότερα, ο hunter μπήκε στην μικρή, επαρχιακή πόλη πάνω στο μαύρο άλογο του. Η αλλόκοτη φιγούρα του πέρναγε ανάμεσα στα μικρά στενά. Βουτηγμένος στην λάσπη και το αίμα των Άρπυιων, έδειχνε τρομακτικός και απόκοσμος. Την αποκρουστική όψη του συμπλήρωναν οι κομμένες φτερούγες που κρέμονταν στα καπούλια του αλόγου. Περαστικοί που βρέθηκαν τυχαία στο διάβα του παραμέρισαν τρομαγμένοι, αποστρέφοντας το βλέμμα τους απ’ το θέαμα. Κάποιες γυναίκες που στέκονταν στην άκρη μίας μικρής πλατείας και συζητούσαν, γύρισαν ξαφνιασμένες και τον παρακολούθησαν πανικόβλητες, ενώ μερικά μικρά παιδιά που έπαιζαν αμέριμνα στον δρόμο, έφυγαν τρέχοντας, ουρλιάζοντας. 

Ο Razier δεν έδινε σημασία στις ακραίες αντιδράσεις των χωρικών. Είχε συνηθίσει άλλωστε να συναντά τον τρόμο, την περιέργεια, τον χλευασμό και την απαξίωση σε κάθε του βήμα. Όταν ήταν πιο νέος, ήταν δύσκολο να αποδεχθεί και να καταλάβει αυτή την πραγματικότητα. Πλέον, όμως, δεν τον άγγιζαν αυτές οι αντιδράσεις. Συνέχισε την πορεία του προς το σπίτι του δήμαρχου της πόλης. Αν ήθελε ο κόπος του να μην πάει χαμένος, έπρεπε να διεκδικήσει την αμοιβή του.

Ω! Το θέαμα δικαιολογεί όλη αυτή την αναστάτωση! Άρχοντα hunter, να υποθέσω ότι τα αηδιαστικά τέρατα δεν θα ξαναενοχλήσουν τους εργάτες μου και τους κατοίκους;

– Ορίστε η απόδειξη, άρχοντα Gornik, ανταποκρίθηκε ο Razier στον δήμαρχο που είχε βγει στον δρόμο, μπροστά απ’ τον περιφραγμένο κήπο του. 


Mε ένα μαχαίρι έκοψε τα σχοινιά που συγκρατούσαν τις κομμένες φτερούγες. Τα απομεινάρια έπεσαν στο κακοφτιαγμένο λιθόστρωτο και κομμάτια σάρκας πετάχτηκαν ολόγυρα. Ο ίδιος κατέβηκε απ’ το άλογό του. Ο δήμαρχος κοίταξε με αποστροφή τα σαπισμένα κομμάτια σάρκας και φτερών. Η μυρωδιά ήταν χειρότερη απ’ την εικόνα τους. Σίγουρα ήταν κάτι που δεν ήθελε έξω απ’ την πόρτα του.

Ορίστε λοιπόν και η αμοιβή σου hunter. Οι υπηρεσίες σου βοήθησαν τον τόπο μας και θα ήθελα να σου δείξω την ευγνωμοσύνη μας με κάθε τρόπο. Ωστόσο, δεν μπορώ να σε καλωσορίσω στο σπιτικό μου ή να σου προτείνω φιλοξενία, ακόμα κι αν το επιθυμώ. Η γυναίκα και τα παιδιά μου θα τρομοκρατούνταν από την παρουσία σου. Υπάρχει ένα πανδοχείο κοντά στην κεντρική πλατεία που θα μπορούσες να περάσεις την νύχτα σου. 

– Δεν θα τολμούσα να στο ζητήσω άρχοντα Gornik. Το πανδοχείο είναι αρκετό, είπε ο Razier και με το χέρι του να στάζει ακόμα λάσπες, πήρε το φουσκωμένο πουγκί. Με μια σεμνή υπόκλιση του κεφαλιού του ευχαρίστησε τον δήμαρχο και έπιασε τα γκέμια του αλόγου του.

Λίγη ώρα αργότερα, έκλεινε πίσω του την πόρτα ενός ξενώνα, έτοιμος να απαλλαγεί από την κακοσμία που τον ακολουθούσε.

Farewell – 6.2

Ο Razier βάδιζε για άλλη μια φορά στον μακρύ διάδρομο με τις κλειστές πόρτες. Ο μανδύας του ανέμιζε ξοπίσω του. Τα βαριά βήματά απ’ τις δερμάτινες μπότες του αντηχούσαν στους ψηλούς, παγωμένους τοίχους. Το επαργυρωμένο, ατσάλινο σπαθί ήταν στερεωμένο στην θήκη του και δεμένο στην πλάτη του, ενώ απ’ τον ώμο του κρεμόταν ο σάκος με τα λιγοστά υπάρχοντα του. Ήταν καθ’ όλα έτοιμος να εγκαταλείψει το κάστρο γι’ άλλη μια φορά.

Προσπέρασε άλλη μία πόρτα και κοντοστάθηκε. Είχαν περάσει μέρες απ’ την τελευταία φορά που στάθηκε έξω απ’ αυτήν την συγκεκριμένη πόρτα. Τότε, ελαφρώς μισάνοιχτη, είχε κοιτάξει κλεφτά τι κρυβόταν από πίσω. Δεν είχε όμως τολμήσει να την ανοίξει. Διστακτικός για λίγα δευτερόλεπτα, κοίταξε σκεπτικός τα βαριά, ξύλινα φύλλα που σφράγιζαν το άνοιγμα. Τελικά, έπιασε το μπρούντζινο πόμολο και την έσπρωξε ελαφρά, η οποία υποχώρησε αφύσικα εύκολα για το μέγεθος της, άηχα.

Βρέθηκε στο γνωστό ευρύχωρο δωμάτιο με το μεγάλο κρεβάτι να καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του. Αυτή την φορά, δεν βρισκόταν εκεί καμία από τις ιέρειες και τα αναμμένα κεριά έλειπαν. Οι βαριές κουρτίνες που κάλυπταν το μοναδικό παράθυρο ήταν τραβηγμένες και άφηναν το μαλακό φως της μέρας να μπαίνει απ’ τα χρωματιστά τζαμιλίκια. Το μικρό τραπέζι κοντά στο παράθυρο ήταν γεμάτο με φιαλίδια, βότανα και γάζες. Η μυρωδιά του φασκόμηλου ήταν διάχυτη στον χώρο. 

Πλησίασε το κρεβάτι και στάθηκε δίπλα στο προσκεφάλι. Ξαπλωμένη, ακίνητη, με κλειστά τα μάτια, σκεπασμένη με μία ελαφριά κουβέρτα βρισκόταν η πριγκίπισσα. Έμοιαζε να κοιμάται γαλήνια. Το βλέμμα του έπεσε στις ουλές στα χέρια της. Έδειχναν ακόμα πολύ φρέσκες. Έβγαλε το γάντι του και έπιασε ελαφριά το χέρι της. Ήταν ζεστό, αν και ακίνητο. Έμεινε να την κοιτάζει για λίγα λεπτά προβληματισμένος. Τελικά, γύρισε να φύγει. Έκανε δυο βήματα και στάθηκε πάλι. Την κοίταξε αναποφάσιστος για λίγο. Έπιασε ένα μικρό εγχειρίδιο από την ζώνη του, τοποθετημένο σε δερμάτινη θήκη. Η φιλντισένια λαβή του είχε σκαλισμένο το κεφάλι ενός λύκου. Επέστρεψε πάλι δίπλα στο κεφαλάρι του κρεβατιού και ακούμπησε το μαχαίρι στο χαμηλό, βοηθητικό τραπεζάκι.

Λίγα λεπτά αργότερα, ο hunter βάδιζε και πάλι στον μακρύ διάδρομο του κάστρου.

Farewell – 6.1

Τα δάχτυλά του έπαιξαν με μια μπούκλα απ’ τα μαλλιά της που έπεφτε στο μάγουλό της. Την στερέωσε πίσω απ΄το αυτί της και με τον αντίχειρά του χάιδεψε τα ζυγωματικά της. Η γυναίκα είχε ακουμπήσει το κεφάλι της στο στέρνο του και τα πλούσια, μαύρα μαλλιά της κατέβαιναν σαν καταρράκτης στο στήθος του. Το λεπτοκαμωμένο σώμα της είχε κουρνιάσει στην αγκαλιά του. Χάιδεψε απαλά τον μακρύ λαιμό της και τα δάχτυλα του ακολούθησαν τις καμπύλες της μέχρι τους γοφούς της. Το γυμνό, ιδρωμένο δέρμα της ανατρίχιασε στο άγγιγμά του. Μέναν και οι δυο σιωπηλοί, χαζεύοντας τις φλόγες που χόρευαν στο τζάκι. Ο ζεστός αέρας τύλιγε τα γυμνά τους κορμιά.

Λοιπόν; Θα φύγεις αύριο; έσπασε την σιωπή η κοπέλα.

Ο hunter, έχοντας ακουμπισμένο το κεφάλι του στο μπράτσο του, πέρασε άλλη μια φορά τα ακροδάχτυλά του απ’το μάγουλό της.

Ναι, είπε απλά. Έμεινα περισσότερο απ’ όσο έπρεπε.

Τα μαύρα του μαλλιά γυάλιζαν στο φως της φωτιάς σαν έβενος, ενώ τα βαθυγάλανα μάτια του πέταγαν σπίθες.

– Η γυναίκα θα γίνει καλά; ρώτησε μετά από αρκετά λεπτά.

– Θα χρειαστεί καιρός μέχρι να μπορέσει να φύγει από δω. Ίσως να μην καταφέρει να κρατήσει σπαθί ποτέ ξανά, αλλά θα τα καταφέρει. Έχει αρκετή θέληση για ζωή.

Ο Razier αυθόρμητα μόρφασε.

“Έχει θέληση, αλλά για ποια ζωή;”, σκέφτηκε.

Η κοπέλα ανασηκώθηκε, στερεώσε το κεφάλι της στο χέρι της και βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπό του. Το χέρι της χάιδεψε το στέρνο του και ακολούθησε τα αυλάκια απ’ τις παλιές ουλές του. Κάποιες απ’ αυτές της ήταν γνώριμες. Το χρυσό δαχτυλίδι της λαμπύρισε στο φως της φωτιάς. Κάρφωσε το βλέμμα της στο δικό του κι ένα αινιγματικό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη της.

Την έσωσες, Razier. Σου χρωστάει την ζωή της και, μέχρι να στο ανταποδώσει, το πεπρωμένο της είναι δεμένο με το δικό σου.

Χα… πεπρωμένο…, κάγχασε. Έχω πολλούς λόγους για να μην πιστεύω σε αυτό. Για μένα, απλά βρέθηκε στον δρόμο μου και την βοήθησα. Τίποτα παραπάνω.

Το βλέμμα του σκοτείνιασε και χαμήλωσε. Κοίταξε και πάλι της φλόγες που χόρευαν στο τζάκι. Το χέρι του ασυναίσθητα άγγιξε την φρέσκια ουλή που κατέβαινε απ’ το μέτωπό του ως το πιγούνι του. Ήταν τυχερός που δεν έχασε το μάτι του εκείνη την μέρα.

Η μοίρα έχει τους δικούς της νόμους και λίγο την ενδιαφέρει τι θέλουμε εμείς ή αν πιστεύουμε σε αυτή. Η κοπέλα άγγιξε κι αυτή το πληγωμένο μάγουλό του. Αισθάνομαι τις τύψεις σου. Θεωρείς ότι έχεις μερίδιο ευθύνης για την κατάσταση της. Αν δεν είχες πάρει μέρος στην μάχη, ίσως να είχε διαφορετική κατάληξη. Αυτό, όμως, κανείς δεν μπορεί να το γνωρίζει. Και το αποτέλεσμα δεν αλλάζει: στο τέλος της ημέρας της έσωσες την ζωή.  Είναι απλά και μόνο μία πολεμίστρια που έπεσε στην μάχη; 

– Δεν έχει σημασία ποια ήταν μέχρι σήμερα, Ellion. Αν θέλει να επιβιώσει, πρέπει να ξεχάσει το παρελθόν της.

Η κοπέλα γύρισε απαλά το πρόσωπό του προς το μέρος της.

– Είμαστε απλά πιόνια στα χέρια της μοίρας, δεμένοι σε άγνωστο μέλλον. Κανείς δεν μπορεί να το αποφύγει, ούτε καν εσύ, που επιλέγεις να αγνοείς τα θέσφατα αυτού του κόσμου.

Τα πράσινα μάτια της έλαμπαν, τα κόκκινα χείλη της χαμογελούσαν. Εκείνος ακούμπησε μαλακά το μάγουλό της και πλησίασε τα χείλη του στα δικά της. Έσφιξε πάνω του το λεπτοκαμωμένο σώμα της και τα κορμιά τους μπλέχτηκαν σε μια άγραφη χορογραφία.

Η ανατολή τους βρήκε αγκαλιασμένους

Ellion – 5.5

“Που βρίσκομαι;”

Η σκέψη του ήχησε στο μυαλό του σαν βότσαλο που πέφτει λίμνη και “ξυπνάει” τα ήρεμα νερά της. Σιγά σιγά άρχισαν οι αισθήσεις του μια μια να επιστρέφουν. Ένιωσε ράμματα να του τραβούν την σάρκα, αναγκάζοντάς την να μένει ενωμένη, λωρίδες υφάσματος τυλιγμένες γύρω απ’τα σπασμένα του πλευρά, χοντρές σταγόνες κρύου ιδρώτα να κατεβαίνουν στο μέτωπό του. Το βλέμμα του θολό, τα αυτιά του βούιζαν, ο λαιμός του ξερός. Προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά κάτι τον σταμάτησε.

– Μείνε ξαπλωμένος hunter. Είσαι άσχημα χτυπημένος.

Μπροστά του βρισκόταν μια νεαρή κοπέλα με έντονα μάτια και στρογγυλό πρόσωπο. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε μια περίπλοκη πλεξούδα. Στο πρόσωπο της αναγνώρισε την γυναίκα με την ροζιασμένη ράβδο. Τον έσπρωξε μαλακά πάλι πίσω. Για πρώτη φορά συνειδητοποιούσε ότι βρισκόταν πάνω σε ένα αχυρένιο κρεβάτι με πολλά μαξιλάρια.

Που…βρίσκομαι; κατάφερε να πει με κόπο.

Η κοπέλα σκούπισε με ένα πανί τον ιδρώτα απ’ το μέτωπό του.

– Βρίσκεσαι στο κάστρο της Θεάς Melitele. Σε βρήκαμε στην αυλή μας, ένα πρωινό πριν πέντε μέρες.

– Πέντε μέρες;

Ναι, κοιμάσαι πέντε μέρες τώρα και, για να είμαι ειλικρινής, δεν έδειχνε πως θα ξύπναγες. Αλλά, καθώς φαίνεται, οι φήμες είναι αληθινές.

Η φωνή της ήταν μαλακή και ήρεμη, αλλά όταν αναφέρθηκε στις “φήμες”, ο Razier άκουσε έναν τόνο ελαφρώς υποτιμητικό. Μόρφασε από τον πόνο.

– Το σπαθί μου; ρώτησε με αγωνία, σαν το θυμήθηκε ξαφνικά, και προσπάθησε πάλι να σηκωθεί.

– Ηρέμησε, εδώ είναι μαζί με όλα τα πράγματά σου.

Πήρε μια κοφτή ανάσα κι αφέθηκε πάλι στα μαξιλάρια. Στα ρουθούνια του ήρθε η μυρωδιά απ΄ το ξερό άχυρο, ανακατεμένο τριφύλλι και βρώμη. Κάπου στο βάθος, άκουγε ελαφριά χλιμιντρίσματα. Το βλέμμα του σταμάτησε στην άρτια ξύλινη, δίρριχτη στέγη που “ξεκουραζόταν” πάνω στους χοντρούς πέτρινους τοίχους, δημιουργώντας ένα ζεστό και στεγνό στάβλο. Τα πήλινα κεραμίδια, τοποθετημένα τακτικά και προσεγμένα, ακούμπαγαν πάνω στις ξύλινες σανίδες που υποβάσταζαν χοντροί κορμοί στον ρόλο ελκυστήρων κι αντηρίδων. Έμεινε για λίγα λεπτά σιωπηλός, παρατηρώντας ολόγυρα το αυτοσχέδιο δωμάτιο που είχε στηθεί μέσα σε ένα διαμέρισμα του στάβλου και την γυναίκα που τακτοποιούσε βότανα και παρασκευάσματα στο χαμηλό τραπέζι δίπλα στο κρεβάτι. Ήταν πολύ όμορφη. Αυτό μπορούσε να το αναγνωρίσει ακόμα και σε αυτή την κατάσταση.

Γιατί πήρες την ευθύνη μου; ρώτησε τελικά, αγνοώντας τον πόνο που τον σφυροκοπούσε.

– Θα το μετανιώσω; ανταποκρίθηκε εκείνη γυρίζοντας και κοιτώντας τον διαπεραστικά με τα πράσινα μάτια της.Ο Razier έμεινε σιωπηλός.

Ακόμα και σε κάποιον σαν κι εσένα δεν αξίζει να αφεθεί να τον κατασπαράξουν ζωντανό τα άγρια ζώα ή ακόμα χειρότερα, είπε τελικά η γυναίκα ψυχρά. Το κάστρο αυτό είναι ιερό. Εδώ φιλοξενούνται και εκπαιδεύονται οι νέες που προορίζονται για ιέρειες ή θεραπαίνιδες στους ναούς της Θεάς. Αν και ακολουθούμε τον λόγο Της και κρατάμε τις πύλες του κάστρου ανοιχτές σε όποιον αναζητά καθοδήγηση, βοήθεια ή άσυλο, δεν είναι ευπρόσδεκτοι όσοι ασπάζονται την μαγεία. Η παρουσία σου και μόνο αρκεί για να διαταράξει την ηρεμία. Αν λοιπόν, με οποιονδήποτε τρόπο θέσεις σε κίνδυνο την κοινότητα αυτή, να είσαι σίγουρος ότι θα φροντίσω να είναι το τελευταίο πράγμα που θα καταφέρεις να κάνεις hunter!

Τα μάτια της πέταγαν φωτιές και ήταν σίγουρος ότι, ανεξάρτητα από το αν μπορούσε ή όχι να πραγματοποιήσει την απειλή της, την εννοούσε.

Razier, το όνομά μου είναι Razier και είμαι απ’το Kaer Morhen, είπε εκείνος απλά κι έκλεισε πάλι τα μάτια του.

Ellion – 5.4

Πνιγόταν. Προσπαθούσε απεγνωσμένα να αναπνεύσει. Τα σπασμένα του πλευρά πίεζαν τους πνεύμονές του. Δεν άκουγε, δεν έβλεπε. Σαν να είχε βυθιστεί στα παγωμένα νερά μιας λίμνης. Το στόμα και η μύτη του είχαν γεμίσει αίμα, τα αυτιά του βούιζαν, τα μάτια του δεν ξεχώριζαν τίποτα. Έτσι λοιπόν θα έφευγε απ’ αυτόν τον μίζερο κόσμο; Τόσο βασανιστικά; Τόσο γρήγορα; Μισητός κι αποτυχημένος; Τα δευτερόλεπτα έμοιαζαν αιώνες.

Ξάφνου, ένιωσε το στέρνο του να ελευθερώνεται. Κάποιος έλυσε την δερμάτινη πανοπλία που πίεζε τα πλευρά του. Αέρας πλημμύρισε τους τσακισμένους πνεύμονές του. Ο πόνος σε κάθε ανάσα ήταν φοβερός, αλλά, τουλάχιστον, μπορούσε και πάλι να αναπνεύσει.

– Elion! Τι κάνεις;! Μείνε μακριά!

Η τρομαγμένη φωνή έφτασε στα αυτιά του σαν να ήταν πολύ μακριά.

– Μα, δεν μπορούμε να τον αφήσουμε έτσι! Χρειάζεται βοήθεια.

Η δεύτερη φωνή ακούστηκε σχεδόν δίπλα του. Η χροιά της του φάνηκε γνώριμη. 

– Δεν είναι άνθρωπος! Είναι επικίνδυνο! Πρόσεχε!

Οι ήχοι γύρω σιγά σιγά ξεχώριζαν. Άκουσε από μακριά ένα μεταλλικό ραβδί να χτυπάει ρυθμικά στο πλακόστρωτο. Αργά, σερνάμενα βήματα το συνόδευαν. Χαμηλόφωνοι ψίθυροι, ανακατεμένες λέξεις, έφταναν στα αυτιά του. Μαλακά βήματα, μπότες που διέσχιζαν το λιθόστρωτο, φύλλα που θρόιζαν, νερό που έτρεχε, ένα κοράκι που έκροζε κάπου στο βάθος. Προσπάθησε να κινήσει τα χέρια του, αλλά το σώμα του δεν υπάκουσε. Τα μάτια του έβλεπαν θολά, μόνο θαμπές σκιές. Ήταν στο έλεος τους.

– Έρχεται η πρωθιέρεια. Αυτή θα αποφασίσει. 

Ησυχία επικράτησε για αρκετά λεπτά, ώσπου ο μεταλλικός ήχος ακούστηκε πολύ κοντά και σταμάτησε κι αυτός.

– Ποιος είναι αυτός ο άνδρας;

Η φωνή, αργή, χαμηλόφωνη, κουρασμένη, πρόδιδε γυναίκα μεγάλης ηλικίας.

– Τον βρήκαμε εδώ.

– Δεν είναι άνθρωπος! Είναι επικίνδυνος.

– Μας επιτέθηκε!

Ζωηρές, κοριτσίστικες φωνές ξέσπασαν ολόγυρα, όλες μαζί, ανακατεμένες και ψιλές, δημιουργώντας τρομερή οχλαγωγία. Αλλά ξαφνικά, απροσδιόριστα, σταμάτησαν.

– Ellion, είπε η ηλικιωμένη φωνή, πες μου τι έχει συμβεί.

– Σεβαστή πρωθιέρεια, βρήκαμε αυτόν τον άνδρα στην αυλή. Είναι σε άσχημη κατάσταση. Χρειάζεται βοήθεια…,αποκρίθηκε μαλακά η φωνή πάνω απ’ το κεφάλι του.

– Γνωρίζεις ποιος είναι;

– Όχι. Θαρρώ, όμως, πως είναι ένας hunter.

– Τότε δεν υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτόν. Πρέπει να απομακρυνθεί από το κάστρο της Θεάς. Η απάντηση είχε μια τελεσίδικη νότα.

– Μα! Μα, η Θεά προσφέρει βοήθεια σε όσους την ζητούν, σε όσους την χρειάζονται! Ένας άνθρωπος πεθαίνει!

-Το κάστρο μας είναι ανοιχτό σε όσους το έχουν ανάγκη, αλλά πρέπει να προστατέψουμε τον ιερό αυτό τόπο από οτιδήποτε μιαρό. Εσύ, Ellion, το γνωρίζεις καλύτερα απ’ όλες. Οι hunters είναι χειρότεροι κι απ’ τους προκατόχους τους, τους witchers, και δεν θα έπρεπε να θεωρούνται άνθρωποι. 

– Αν τον διώξουμε, αν τον παρατήσουμε στην τύχη του, τότε τον καταδικάζουμε σε βέβαιο θάνατο! Πως μας κάνει αυτό άξιες ακόλουθες της Θεάς; Η φωνή είχε χρωματιστεί με αγωνία.

– Ένας άνθρωπος που απαρνήθηκε το ύψιστο δώρο της Θεάς μας, την ζωή, ένας άνθρωπος που για το χρήμα κάνει συμφωνίες με δαίμονες και μάγους, δεν μπορεί να βρίσκεται μέσα σε αυτά τα ιερά τείχη. Η γέρικη φωνή ακουγόταν σταθερή και ήρεμη, χωρίς να αφήνει περιθώρια.

– Η Θεά προστατεύει κάθε έναν που ζητάει άσυλο. Ω, σεβαστή πρωθιέρεια, αναλαμβάνω εγώ την ευθύνη για ότι προκύψει…

Για αρκετά λεπτά επικράτησε σιωπή. Η ηλικιωμένη φωνή ακούστηκε και πάλι, αυστηρή και αισθητά πιο δυνατή.

– Ellion, αφού επιμένεις τόσο πολύ στο να βοηθήσεις έναν ζωντανό, ακόμα, υπάνθρωπο, έχεις την άδεια μου ώστε να πράξεις όπως νομίζεις. Επιτρέπω σε αυτόν τον άνδρα να παραμείνει εντός των τειχών, αλλά δεν θα περάσει το κατώφλι του κάστρου. Μπορεί να φιλοξενηθεί στον στάβλο, έως ότου μπορέσει να σταθεί στα πόδια του. Σε καθιστώ όμως υπεύθυνη για τις πράξεις του. Αν με οποιονδήποτε τρόπο ζημιώσει τον ιερό αυτό τόπο, θα εξοριστείς για πάντα από την κοινότητά μας. Ελπίζω αυτή η μεγαλοψυχία που δείχνεις να μην αποδειχτεί καταστροφική.

Σιωπή και πάλι απλώθηκε ολόγυρα. Άκουσε το ρυθμικό τακ τακ του μεταλλικού μπαστουνιού μαζί με τα αργά βήματα να απομακρύνονται. Έκανε άλλη μια προσπάθεια να κινηθεί χωρίς αποτέλεσμα. Τα σπασμένα του πλευρά πίεζαν τους πνεύμονες του και ο πόνος γινόταν ανυπόφορος σε κάθε ανάσα.

“Πρέπει να σηκωθώ…” σκέφτηκε μάταια. 

Οι ήχοι άρχισαν και πάλι να ξεθωριάζουν. Κάπου στο βάθος, άκουσε απροσδιόριστες φωνές. Βήματα γοργά, κάτι ξύλινο, βαρύ, τσουλησε στις πέτρες, πέταλα χτυπούσαν στο πλακόστρωτο, φασαρία.

“Που βρίσκομαι;” σκέφτηκε και δεν άκουσε τίποτα άλλο.

Ellion – 5.3

– Ω! Κοίτα! Τι είναι;

– Ένας πολεμιστής; 

– Είναι…ζωντανός;

– Περίμενε! Να φωνάξουμε την ιέρεια!

Οι ανάκατες φωνές ακούγονταν σαν να ήταν πολύ μακριά. Ήταν όμως; Δεν μπορούσε να πει. Σε λίγο χάθηκαν πάλι. Ησυχία.

– Κορίτσια. Μην πλησιάζετε!

Η νέα φωνή ακούστηκε αυστηρή, καθαρή και κοντά, σχεδόν από πάνω του. Ο Razier άρχισε σιγά σιγά να καταλαβαίνει τι γίνεται γύρω του. Αισθανόταν το κρύο πλακόστρωτο, τα ρούχα του που κόλλαγαν στο δέρμα του -βρεγμένα-, η δερμάτινη πανοπλία που αγκάλιαζε σαν μέγγενη τον κορμό του, το βάρος του σκληρού μέταλλου στο στέρνο του. Μύριζε το βρεγμένο χώμα κι άκουγε πλέον ένα βουητό από ψιθύρους, ρούχα που θρόιζαν κι ανάστατα βήματα ολόγυρά του. Αλλά πιο έντονα, ένιωθε τα σπασμένα πλευρά να μετακινούνται σε κάθε ανάσα του, τις βαθιές πληγές να ξερνάνε αίμα και, κυρίως, τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν.

Άνοιξε τα μάτια του. Μια κραυγή ακούστηκε στον αέρα και ένα νέο κύμα από πιο δυνατούς ψιθύρους πλανήθηκε ολόγυρα. Σε απόσταση δυο μέτρων ξεχώρισε ένα τσούρμο από νεαρές γυναίκες που είχε σχηματίσει ένα ημικύκλιο γύρω του. Μαυροντυμένες, με μακριά φορέματα και λευκά γάντια, κοίταγαν προς το μέρος του σιγομιλώντας αναμεταξύ τους. Μπροστά τους, στο εσωτερικό του ημικύκλιου, μια αυστηρή ψηλόλιγνη γυναικεία φιγούρα, τυλιγμένη με μια σκουρόχρωμη κάπα τον κοίταγε διερευνητικά. Στο χέρι της κρατούσε μία ξύλινη -σχεδόν τόσο ψηλή όσο και η ίδια- ράβδο, αν και έδειχνε πολύ νέα για να χρειάζεται υποβοήθηση στο περπάτημα. Την στιγμή που άνοιξε τα μάτια του, κάποιες κοπέλες άφησαν μια κραυγή τρόμου να ακουστεί. Όλες έκαναν έντρομες ένα βήμα πίσω, ενώ η γυναίκα μπροστά του στάθηκε σε στάση επιφυλακής.

– Α! Κοίτα! 

– Δεν είναι άνθρωπος! 

– Τι είναι;!

Το ελιξίριο δεν είχε χάσει ακόμα την επίδρασή του και οι κόρες του είχαν εξαφανίσει το λευκό μέρος των ματιών του. Τα μάτια του έλαμπαν, ένα αφύσικο, ζωηρό μπλε χρώμα. Τώρα πια δεν υπήρχε τρόπος να κρύψει την ταυτότητά του. Ήταν επικίνδυνο να μένει εκεί. Με το ελεύθερο χέρι ψηλάφισε τον τοίχο δίπλα του, ψάχνοντας κάποια προεξοχή για να στερεωθεί, ενώ με το άλλο έσφιξε δυνατά το σπαθί πάνω στον θώρακα του.

Κορίτσια, πηγαίνετε όλες στο κάστρο! Απομακρυνθείτε!, είπε η γυναίκα και πάτησε γερά στα πέλματά της, παρακολουθώντας κάθε κίνηση του. Οι γυναίκες πισωπάτησαν αρκετά μέτρα στο πρόσταγμα της, αλλά δεν έφυγαν απ’ την αυλή. Όλες μαζί προσπαθούσαν να δουν τον αλλόκοτο εισβολέα.

Ο hunter, χρησιμοποιώντας την αμετακίνητη πόρτα πίσω του και το σπαθί του ως στήριγμα, στάθηκε με δυσκολία όρθιος. Έσφιξε τα δόντια κι έπιασε την δερμάτινη λαβή με τα δύο χέρια. Μπροστά του, ανάμεσα σε αυτόν και την μοναδική έξοδο της λιθόστρωτης αυλής, στεκόταν η γυναίκα, κρατώντας την ράβδο της τώρα μπροστά της. Η ράβδος αυτή έμοιαζε πλέον περισσότερο με όπλο, παρά με βοήθημα περιπάτου. Σήκωσε το σπαθί του στο ύψος των ώμων του. Ήξερε ότι ήταν παρακινδυνευμένο αυτό που επιχειρούσε. Κάτω από διαφορετικές συνθήκες, η αντίπαλος του δεν θα αποτελούσε πραγματική απειλή. Άλλωστε, δεν έμοιαζε με πολεμίστρια. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, οι πιθανότητες δεν φαίνονταν να είναι με το μέρος του.  Δεν είχε επιλογή. Έπρεπε να απεγκλωβιστεί, να φύγει το γρηγορότερο, να βρει το άλογο του. Ή, τουλάχιστον, να πεθάνει με το όπλο στο χέρι, γρήγορα.

“Απλά, άφησε με να περάσω τα τείχη και θα είμαι πρόβλημα κάποιου άλλου” είπε νοερά, χωρίς να βγει ήχος απ’ τα χείλη του. Έκανε δυο αβέβαια βήματα προς το μέρος της και τίναξε το σπαθί του, διαγράφοντας ένα λοξό ημικύκλιο στον αέρα. Ίσως κατάφερνε να την φοβίσει και να φύγει απ’ τον δρόμο του.

Η γυναίκα τον ζύγισε με το βλέμμα της και δεν βιάστηκε να έρθει σε σύγκρουση μαζί του. Έβλεπε ξεκάθαρα ότι ο αντίπαλός της όχι μόνο δεν ήταν σε θέση να πολεμήσει, αλλά οριακά στεκόταν όρθιος. Είδε τις κινήσεις του να διαγράφονται στον αέρα σε αργή κίνηση. Έκανε ένα κυκλικό βήμα στο πλάι και απέφυγε με ευκολία την υποτιθέμενη επίθεση του. Αν και θα μπορούσε να “απαντήσει” και να κινηθεί κατά πάνω του, προτίμησε να αποφύγει την ευθεία αντιπαράθεση. Ήξερε ότι ένα πληγωμένο ζώο μπορεί να είναι πολύ πιο επικίνδυνο απ’ ότι δείχνει και δεν είχε σκοπό να το διακινδυνεύσει. Εξάλλου, μπροστά της στεκόταν ένας άνδρας που δεν δίσταζε να καταναλώσει μαγικά φίλτρα για να αποκτήσει αφύσικες ιδιότητες, ένα απόβρασμα της κοινωνίας που διακινδύνευε την ζωή του για λίγα κέρματα, κάποιος που δεν είχε τίποτα να χάσει γιατί δεν ενδιαφερόταν για τίποτα πέρα απ’ τον εαυτό του κι όλα αυτά την έκαναν επιφυλακτική. Σήκωσε στον αέρα την ράβδο της και την στριφογύρισε στα χέρια της. Με μία αστραπιαία, αλλά καλοζυγισμένη κίνηση, χτύπησε το πίσω μέρος του κεφαλιού του με το σκληρό, ροζιασμένο ξύλο.

Ο Razier κλυδωνίσθηκε. Το βαρύ σπαθί γλίστρησε απ’τα δάχτυλά του. Τα γόνατά του λύγισαν και το σώμα του σωριάστηκε άτσαλα στο σκληρό και υγρό λιθόστρωτο. Έμεινε ακίνητος.

Ellion – 5.2

Η δυνατή βροχή έπεφτε ασταμάτητα. Το αμυδρό φως του φεγγαριού είχε χαθεί εντελώς, πίσω απ’ τα βαριά σύννεφα. Μέσα στην πυκνή βροχή και το σκοτάδι ήταν αδύνατο να διακρίνει οτιδήποτε. Οι εκκωφαντικές βροντές και το βουητό των καταρρακτωδών σταγόνων τον καθιστούσαν σχεδόν κουφό, παρόλο που οι αισθήσεις του ήσαν αφύσικα οξυμένες. Γαντζωμένος στην ράχη του αλόγου του, αφέθηκε στο ένστικτο του ζώου.

Το άλογο κάλπαζε ξέφρενα στο λασπωμένο μονοπάτι. Ο hunter προσπαθούσε μόνο να μείνει πάνω στη σέλα, αλλά σε κάθε τίναγμα τα δάχτυλά του γλιστρούσαν ολοένα και περισσότερο. Ήταν αμφίβολο για πόση ώρα ακόμα θα κατάφερνε να κρατηθεί. Ήλπιζε μόνο να είχαν απομακρυνθεί αρκετά απ’τον βάλτο και να είχαν ξεφύγει απ’τα μανιασμένα ghouls. Μια ακόμη αστραπή έσκισε τον βαρύ ουρανό και φώτισε στιγμιαία ολόγυρα. Κάτι στιβαρό και μεγάλο φάνηκε να ορθώνεται στον δρόμο τους, αλλά το άλογο συνέχισε με αμείωτο ρυθμό τον καλπασμό του. Λίγα λεπτά αργότερα, ο ήχος απ’τα πέταλα που χτύπαγαν το έδαφος άλλαξε. Ο υπόκωφος ήχος του λασπωμένου δρόμου, έδωσε την θέση του στον καθαρό ήχο που βγάζει το μέταλλο όταν χτυπάει την πέτρα. Πριν ο άνδρας προλάβει να επεξεργαστεί αυτή την νέα πληροφορία, το άλογο σταμάτησε ακαριαία και χλιμιντρίζοντας, σηκώθηκε στο πίσω πόδια του.

Η ξαφνική αλλαγή τον βρήκε απροετοίμαστο. Το σώμα του κινήθηκε στον αέρα για λίγα δευτερόλεπτα και προσέκρουσε με δύναμη στον σκληρό λιθόστρωτο. Το τίναγμα ήταν τόσο ισχυρό που βρέθηκε πολλά μέτρα μακριά απ’ το αφηνιασμένο άλογο. Ίσα που πρόλαβε ενστικτωδώς να βάλει τα χέρια του μπροστά στο κεφάλι του, αν και δεν ήταν αρκετό για να τον προφυλάξει απ’ την πρόσκρουση. 

Έμεινε ακίνητος με το πρόσωπο πεσμένο στο υγρό λιθόστρωτο. Στιγμές αργότερα, σήκωσε με δυσκολία σήκωσε το κεφάλι του ζαλισμένος και είδε την σκοτεινή φιγούρα του ζώου να κινείται ολόγυρα απελπισμένο.  Aναστατωμένο από τους κεραυνούς, έτρεχε πανικόβλητο ολόγυρα, διαγράφοντας κύκλους, σαν να ήταν εγκλωβισμένο και προσπαθούσε να ξεφύγει. Έβλεπε αμυδρά έναν τοίχο να περικλείει ένα πλάτωμα, χωρίς να καταλαβαίνει που ακριβώς ήταν, που άρχιζε και που τελείωνε. Μετά από αρκετά λεπτά απέλπιδων προσπαθειών, είδε το άλογο εν τέλει να βρίσκει το άνοιγμα απ’ όπου μπήκε και να τρέχει μακριά χλιμιντρίζοντας.

“Είμαι καταδικασμένος”, σκέφτηκε απελπισμένα.

Η ανελέητη βροχή τον μαστίγωνε. Προσπαθούσε να διακρίνει καλύτερα το που βρισκόταν. Μια αστραπή έσκισε το σκοτεινό παραπέτασμα του ουρανού για μια στιγμή και με το θολωμένο του βλέμμα, μέσα από τον υδάτινο τοίχο βροχής, κατάφερε να διακρίνει μια λιθόστρωτη αυλή, περιστοιχισμένη από ψηλά τείχη. 

“Πέρασα τα τείχη κάποιου εγκαταλελειμμένου κάστρου;” αναρωτήθηκε.

Σε μια γωνιά, είδε μια χαμηλή πόρτα σε εσοχή, κάποια είσοδος σε βοηθητικό κτίσμα. Ήταν το μόνο σημείο που πρόλαβε να ξεχωρίσει και που έδειχνε κάπως προφυλαγμένο. Έκανε μερικές προσπάθειες να σηκωθεί, αλλά μάταια. Το σώμα του δεν υπάκουσε και έμεινε και πάλι  λαχανιασμένος στο λιθόστρωτο. Η βροχή τον είχε μουσκέψει ως το κόκκαλο κάνοντας τα ρούχα του να έχουν διπλό βάρος.  Πεσμένος στο έδαφος, στερεώθηκε στους αγκώνες του κι άρχισε να σέρνεται προς την πόρτα. Η κομματιασμένη πανοπλία του πιέστηκε πάνω στις ανοιχτές πληγές και μεταλλικά μέρη βυθίστηκαν στην ξεσκισμένη σάρκα του. Τα σπασμένα κόκκαλα των πλευρών του υποχώρησαν καθώς σύρθηκε πάνω στις λείες πέτρες. Μια κραυγή πόνου βγήκε απ’ τα χείλη του, αλλά συνέχισε να έρπει.

Με πολύ κόπο, στριμώχτηκε στην εσοχή, όσο του επέτρεπε κλειστή πόρτα. Έκανε μία προσπάθεια να την ανοίξει, αλλά έμεινε ακλόνητη στην θέση της. Αν και δεν ήταν πλήρως προστατευμένος απ’ την βροχή, τουλάχιστον, δεν έπεφταν οι ενοχλητικές σταγόνες στο πρόσωπό του. Τράβηξε με δυσκολία το σπαθί που ήταν στερεωμένο στην πλάτη του και το κράτησε πάνω στο στήθος του. Παρόλο που το βαρύ μέταλλο πίεζε τον θώρακα του και τα σπασμένα πλευρά του και τον έκανε να ασφυκτιά, του έδινε την ψευδαίσθηση της ασφάλειας, πείθοντας τον εαυτό του ότι σε περίπτωση ανάγκης θα ήταν εκεί για να το χρησιμοποιήσει. Με το ελεύθερο χέρι, ψαχούλεψε την ζώνη του. Βρήκε ένα μικρό, γυάλινο φιαλίδιο, αλλά διαπίστωσε ότι ήταν άδειο. Έψαξε για το επόμενο. Σπασμένο. Συνέχισε να ψαχουλεύει την ζώνη του μουρμουρίζοντας. Ένα απ’ τα τελευταία που έπιασε ήταν όμως ατόφιο και γεμάτο. Άνοιξε χωρίς δεύτερη σκέψη το πώμα και ήπιε το πικρό υγρό. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να βολευτεί όσο μπορούσε στο πλακόστρωτο.

“Ήλπιζα σε ένα πιο φαντασμαγορικό τέλος”, σκέφτηκε. “Τουλάχιστον, όχι τόσο σύντομο…”

Έμεινε ακίνητος. Η βροχή συνέχισε να πέφτει καταρρακτωδώς και να χτυπάει βίαια σε κάθε επιφάνεια, αλλά εκείνος δεν άκουγε πλέον τίποτα. Σιωπή.

Ellion – 5.1

Ο άνδρας ανακάθισε στο μαλακό στρώμα και κοίταξε ολόγυρα στο δωμάτιο. Το τζάκι έκαιγε ακόμα ξύλα και ο πολυέλαιος φώτιζε ολόγυρα, αλλά οι βαριές κουρτίνες είχαν τραβηχτεί στο πλάι κι απ’ το παράθυρο έμπαιναν οι χειμωνιάτικες, χλομές ηλιαχτίδες. Ακούμπησε στα μαξιλάρια, τράβηξε τα σκεπάσματα και ψηλάφισε τα πλευρά του διερευνητικά. Πόσες μέρες κοιμόταν; Οι επίδεσμοι είχαν αφαιρεθεί και τα δάχτυλα του άγγιξαν τα φρέσκα ράμματα. Μόρφασε πιο πολύ από αγανάκτηση παρά από πόνο. Ένα τέτοιο χτύπημα δικαιολογούνταν να το δεχτεί ένας αρχάριος, κι αυτός μέτραγε πολλά χρόνια για να ισχυριστεί κάτι τέτοιο. Η απροσεξία του μπορούσε να είχε αποβεί μοιραία κι αυτό τον θύμωνε με τον εαυτό του.

Με μουδιασμένες ακόμα από τον ύπνο κινήσεις, σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. Ένιωθε ξεκούραστος και διαυγής. Στάθηκε όρθιος, ανέπνευσε βαθιά και διαπίστωσε ότι ήταν γυμνός. Κοίταξε ολόγυρα. Τα ρούχα του βρίσκονταν πλυμένα και διπλωμένα πάνω σε μία καρέκλα, δίπλα στο τραπέζι. Και το τραπέζι όμως ήταν παραφορτωμένο με καλούδια: ζεστό ψωμί, φρέσκο βούτυρο, κεχριμπαρένιο μέλι, ζουμερά μούρα και φράουλες και δροσερό νερό τον περίμεναν. Κάποιος, όσο κοιμόταν, είχε φροντίσει για όλα μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο. 

Ντύθηκε και κάθισε στο τραπέζι, δίπλα στο αψιδωτό παράθυρο. Το φρεσκοπλυμένο ύφασμα ακούμπαγε ευχάριστα στο δέρμα του. Έφαγε λίγες μπουκιές ζεστό ψωμί με όρεξη και δοκίμασε απ τα κόκκινα φρούτα. Το βλέμμα του περιπλανήθηκε έξω απ’ το τζάμι, στον απέναντι πέτρινο πυργίσκο με τα μικροσκοπικά ανοίγματα και έπεσε χαμηλότερα στα καλυμμένα από φυτά τείχη και στην πάντα ανοιχτή πύλη του κάστρου. Χρόνια πριν είχε και πάλι περάσει αυτή την πύλη…