The bard – 7.3
– Όχι το λαούτο μου! Μη!
Η σπαρακτική φωνή του βάρδου αντήχησε στο μικρό στενό. Το ξύλινο, μουσικό όργανο κομματιάστηκε καθώς χτύπησε με δύναμη στο λιθόστρωτο. Ο μεγαλόσωμος άνδρας κράταγε ακόμα τον βάρδο απ’ τον γιακά, ενώ ο συνεργάτης του κατέστρεφε ολοκληρωτικά το λαούτο.
– Αν δεν πληρώσεις το χρέος σου σε δυο μέρες, θα έχεις την τύχη του, είπε απειλητικά μόλις λίγα εκατοστά από το πρόσωπο του τρομοκρατημένου μουσικού. Η ανάσα του μύριζε έντονα φτηνή μπύρα.
– Μα έχω ήδη πληρώσει!, διαμαρτυρήθηκε ο βάρδος.
– Αλλού αυτά τα κόλπα σου βάρδε! Έδωσες μερικά χρυσά φλωρίνια και άχρηστες περγαμηνές με ορνιθοσκαλίσματα! Θέλω τα χρήματα μου!
– Ψέματα! Πλήρωσα όλο μου το χρέος και σου έδωσα και μερικά ανεκτίμητα έγγραφα! Η ολοκαίνουργια ποιητική μου συλλογή είναι στα χέρια σας! Και μόνο να την δείξεις στην αυλή του βασιλιά, θα σε γεμίσουν με χρυσό!
– Το χρέος το ορίζουμε εμείς! Κι αφού λέμε ότι χρωστάς, χρωστάς!
– Μα πως θα βρω τα χρήματα χωρίς λαούτο; κλαψούρισε ο βάρδος. Τι συμφωνία είναι αυτή; Έπρεπε να πληρώσω το χρέος μου μέχρι το τέλος του νέου φεγγαριού και το έκανα! Πότε άλλαξε η συμφωνία;
– Εμένα πάντως με έπεισε. Έχει εξοφλήσει το χρέος του.
Η φωνή ήρθε απ’ το βάθος του στενού πίσω τους. Ο Razier είχε ακουμπήσει στον τοίχο και με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος του, παρακολουθούσε την σκηνή. Οι τρεις άνδρες γύρισαν να τον κοιτάξουν.
– Hunter! Μην ανακατεύεσαι. Συνέχισε τον δρόμο σου σαν να μην είδες τίποτα, του απάντησε ο ένας άνδρας, αφήνοντας τον βάρδο που σωριάστηκε στο έδαφος, και πιάνοντας την λαβή του μαχαιριού που κρεμόταν στην ζώνη του.
– Τυγχάνει να βρίσκεστε στον δρόμο μου. Οπότε, μάλλον ήρθε η ώρα να φύγετε.
Οι δυο άνδρες έβγαλαν τα μαχαίρια τους κι ετοιμάστηκαν να επιτεθούν.
– Απόβρασμα! Θα το μετανιώσεις!, γρύλισε ο ψηλός, ογκώδης άντρας κι έτρεξε κατά πάνω του.
Ο Razier κάρφωσε την απειλή που έτρεχε προς το μέρος του και τράβηξε το ατσάλινο σπαθί απ’ την θήκη του. Πριν ακόμα οι δρόμοι τους διασταυρωθούν, η ακονισμένη λεπίδα κατέβηκε με φόρα αστράφτοντας στο μισοσκόταδο, και έσκισε τον αέρα σφυρίζοντας. Το μικρό μαχαίρι έπεσε στο λιθόστρωτο, ενώ τα δάχτυλα το κράταγαν ακόμα. Η κραυγή του άνδρα αντήχησε στο απόμερο στενό. Ο δεύτερος τοκογλύφος, που στεκόταν ακόμα δίπλα στον βάρδο, τρομοκρατημένος πέταξε το μαχαίρι του στο έδαφος και το έβαλε στα πόδια. Ο πεσμένος άνδρας σύρθηκε σφαδάζοντας όσο πιο μακριά μπορούσε απ’ τον Razier που τον κοίταγε ακίνητος στην θέση του. Ακούμπησε με την πλάτη στον κοντινό τοίχο, σηκώθηκε τρεκλίζοντας και ακολούθησε τον πρώτο όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ενώ σταγόνες αίματος έσταζαν απ’ το κομμένο χέρι του.
Ο hunter έβαλε πάλι το σπαθί του στην θήκη του και πλησίασε τον βάρδο που είχε παγώσει στην θέση του.
– Λοιπόν… Zach, είναι αλήθεια ότι έχεις πληρώσει το χρέος σου ή άδικα επιβεβαίωσα την κακή μου φήμη;, είπε ο Razier ειρωνικά και του έτεινε το χέρι του.
Ο βάρδος έπιασε το χέρι και σηκώθηκε. Μάζεψε το στραπατσαρισμένο καπέλο του και πλησίασε το κατεστραμμένο λαούτο του.
– Αλήθεια είναι! Έχω πληρώσει μέχρι και το τελευταίο φλωρίνι… Σ’ ευχαριστώ Μπλε Λύκε, με έσωσες…, είπε κοιτώντας τα σπασμένα κομμάτια.
– Άσε τις ευχαριστίες βάρδε. Κράτα τον λόγο σου και μη ξαναμπλεχτείς στα πόδια μου. Ο hunter γύρισε να φύγει.
– Οϊμέ! Τι θα απογίνω χωρίς το λαούτο μου! Γιατί δεν πέφτει φωτιά, όπως έπεσε στο κάστρο της Θεάς!; Γιατί δεν με καταστρέφει, όπως κατέστρεψε τις άδολες ιέρειες;, θρήνησε ο βάρδος πάνω απ τα απομεινάρια του μουσικού οργάνου του, πέφτοντας δραματικά στα γόνατα. Η σπαρακτική φωνή του γεμάτη μελοδραμματικές υπερβολές αντήχησε στο σκοτεινό σοκάκι.
Ο Razier στο άκουσμα αυτών των λόγων κοντοστάθηκε. Ανάμεσα στον υπερβολικό θρήνο του βάρδου και στα θεατρικά δάκρυα που έχυνε για τον χαμένο λαούτο, οι υπαινιγμοί του του πάγωσαν την ραχοκοκκαλιά.
– Τι είπες;
– Τι θα απογίνω χωρίς λαούτο; Πως θα τραγουδάω την ποίηση μου;
– Τι είπες για το κάστρο της Θεάς, βάρδε; Είναι μία απ’ τις ποιητικές υπερβολές σου;
Ο hunter στεκόταν τώρα από πανω του και το βλέμμα του είχε σκοτεινιάσει.
– Όχι, δεν είναι! Πριν δυο μέρες το κάστρο της Θεάς Melitele κάηκε. Οι χωρικοί λένε ότι έπεσε φωτιά απ’ τον ουρανό, ότι η Αιώνια Φωτιά τιμώρησε την ψεύτικη Θεά. Λένε ότι κανείς δεν επέζησε και ότι η φωτιά καίει ακόμα. Κανείς δεν τολμά να πλησιάσει. Η τιμωρία που περιμένει όλους τους άπιστους, έτσι διατείνονται οι ιερείς τις Αιώνιας Φωτιάς σε όλη την επικράτεια.
– Η φωτιά δεν πέφτει απ τον ουρανό, μουρμούρισε ο Razier και κίνησε να φύγει με γοργό βήμα.
Ο βάρδος τον είδε να απομακρύνεται και πετάχτηκε όρθιος.
– Θα πας στο κάστρο;! Στάσου! Θα ρθώ κι εγώ!, είπε κι έτρεξε πίσω του ξεχνώντας τελείως την υπόσχεση του να μείνει μακριά.