Η κοπέλα άνοιξε τα μάτια της. Μια αχτίδα φωτός που έμπαινε απ’ το παράθυρο την τύφλωσε. Για ελάχιστα δευτερόλεπτα νόμιζε πως είχε ξυπνήσει στο κρεβάτι της. Από στιγμή σε στιγμή, η υπηρέτρια της θα έμπαινε από την πόρτα, κρατώντας τον φορτωμένο δίσκο με το πρωινό. Αλίμονο. Η σκληρή πραγματικότητα την χτύπησε μόλις πήρε την πρώτη ανάσα. Ο πόνος επέστρεψε αμείλικτος. Έσφιξε τα δόντια και γύρισε με κόπο το κεφάλι της προς το τζάκι. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν πριν βυθιστεί σε έναν αρρωστημένο ύπνο, ήταν η σκοτεινή φιγούρα του άγνωστου άνδρα μπροστά απ’την τρεμάμενη λάμψη της φωτιάς.
Η φωτιά είχε πλέον σβήσει. Ο άνδρας, όρθιος, έδενε τον δερμάτινο θώρακα της πανοπλίας του με γυρισμένη την πλάτη. Συνέχισε, χωρίς ιδιαίτερα βιαστικές κινήσεις, και στερέωσε τα μαχαίρια του στην ζώνη του. Σειρά είχαν οι δερμάτινες επικαλαμίδες. Οι κινήσεις του μαρτυρούσαν μία χαρακτηριστική δυσκαμψία που έδειχνε να προέρχεται από τις μελανιές των παγωμένων μυών. Τελικά, είχε δεχτεί περισσότερα χτυπήματα από όσα νόμιζε. Αφού τελείωσε με την εξάρτυσή του, ψαχούλεψε τον σάκο του, πήρε από μέσα έναν υφασμάτινο μπόγο και γύρισε προς το μέρος της.
Αυθόρμητα, η κοπέλα ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι της και η ανάσα της έγινε γρήγορη και κοφτή. Ήταν λάφυρο πολέμου κι ο άγνωστος άνδρας απέναντί της όριζε την τύχη της. Ακόμα κι αν της έδειχνε φιλική διάθεση, δεν θα είχε λόγο να αισθάνεται ασφαλής. Βέβαια, το απροσπέλαστο προσωπείο με το παγωμένο βλέμμα του δεν βοηθούσαν.
– Φόρεσε αυτά, της είπε, βλέποντας πως τον κοιτάζει, και τα άφησε στο κάτω μέρος του κρεβατιού. Δεν έχω άλλο χρόνο για χάσιμο, πρόσθεσε.
Ο άνδρας γύρισε πάλι προς το τζάκι και κάθισε σε μία από τις πολυθρόνες. Η προσοχή του πλέον ήταν στραμμένη στο σπαθί του. Η καθαρή λεπίδα γυάλιζε στο φως της μέρας. Πήρε μία μακρόστενη πέτρα μέσα απ’τον σάκο του και με μεγάλες κινήσεις την έσερνε πάνω στο ατσάλι προς την ίδια κατεύθυνση. Η πέτρα άφηνε πίσω της έναν οξύ, σιγανό ήχο.
Η γυναίκα, δαγκώνοντας τα χείλη της, γλίστρησε απ’ τα σκεπάσματα και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Το δέρμα της, όπου δεν καλυπτόταν απ’τις άτσαλα κομμένες λωρίδες υφάσματος, ανατρίχιασε στην πρωινή δροσιά. Πήρε στα χέρια της τον υφασμάτινο μπόγο, τον ξετύλιξε και έβγαλε από μέσα λεπτά, βαμβακερά ρούχα: ένα δετό πουκάμισο και ένα φαρδύ παντελόνι. Ήταν ρούχα που φοριόντουσαν κάτω από πανοπλία για να ζεσταίνουν και να προστατεύουν το δέρμα. Με σκληρές κινήσεις, σχεδόν λαχανιάζοντας, φόρεσε τα -αρκετά νούμερα μεγαλύτερα- ανδρικά ρούχα και έμεινε καθισμένη στο κρεβάτι.
Κάποια στιγμή, ο άνδρας αντιλήφθηκε την ακινησία της και γύρισε προς το μέρος της. Την πλησίασε, στάθηκε μπροστά της και περίμενε. Εκείνη τον κοίταξε μορφάζοντας και έτεινε τα χέρια της προς το μέρος του. Το σκληρό σχοινί που κρατούσε στα χέρια του πέρασε στο ματωμένο αυλάκι των καρπών της και τυλίχτηκε σφιχτά. Το πρόσωπό της συσπάστηκε. Ο άνδρας, στην συνέχεια, την έστησε στα πόδια της, φορτώθηκε τον σάκο του και άνοιξε την πόρτα του δωματίου. Η κοπέλα, ξυπόλυτη, βρέθηκε να διασχίζει τους διαδρόμους του ξένου κάστρου, ακολουθώντας με δυσκολία τον δεσμώτη της.