Ο ήλιος είχε ανέβει στο ψηλότερο σημείο του κι έριχνε τις χλομές αχτίδες του ολόγυρα. Ο χειμώνας ήταν αρκετά βαρύς και, παρόλο που δεν έπεφτε χιόνι, το κρύο ήταν τσουχτερό. Απ’τον περιφερειακό δρόμο της πολιτείας φαινόταν ένα ιδιότυπο καραβάνι να διασχίζει ένα παράλληλο, κακοτράχαλο μονοπάτι. Δύο άλογα με έναν αναβάτη και μία πεζή γυναίκα προχωρούσαν με ασυνήθιστο αργό ρυθμό.

Τα άλογα αναγκάζονταν να περπατάνε με βαριά, τεμπέλικα βήματα, με ταχύτητα που άρμοζε σε γέρικα μουλάρια. Ο καβαλάρης τα συγκρατούσε να μην ανοίξουν το βήμα τους. Δίπλα τους, τρέκλιζε η κοπέλα. Κάθε βήμα ήταν κι ένας άθλος. Τα γυμνά πέλματά της είχαν ματώσει μόλις λίγα μέτρα αφότου ξεκίνησαν. Σκόνταφτε, έπεφτε και σηκωνόταν με δυσκολία. Χωρίς άλλη επιλογή, ακολουθούσε δίπλα στα άλογα. Κι ενώ ταξίδευαν αρκετές ώρες, μόλις που είχαν βάλει ανάμεσά τους μία σεβαστή απόσταση από το κάστρο. Εδώ και λίγη ώρα είχαν σταματήσει να συναντάνε στρατιώτες και περιπόλους που γύριζαν απ΄την πρόσφατη μάχη.

Το μονοπάτι που ακολουθούσαν τώρα, ένας παράδρομος του περιφερειακού δρόμου, τους οδηγούσε στην καρδιά ενός μικρού δάσους. Ξαφνικά και χωρίς προειδοποίηση, ο άνδρας σταμάτησε τα άλογα, λίγα μέτρα αφού πέρασαν τα πρώτα δέντρα. Το πυκνό φύλλωμα τους έκρυβε από κάθε αδιάκριτο βλέμμα. Η κοπέλα σωριάστηκε στα γόνατα της και το μόνο που την συγκρατούσε ήταν το σχοινί που ήταν περασμένο στην σέλα. Απ’το πέσιμο, δάγκωσε τα χείλια της και μεταλλική γεύση πλημμύρισε το στόμα της. Καυτά δάκρυα έτρεξαν στα μάγουλά της. Το κρύο είχε μουδιάσει το σώμα της.

Ο άνδρας ξεπέζεψε και βρέθηκε κοντά στη γυναίκα. Για πρώτη φορά την κοίταξε και το βλέμμα του ήταν μαλακό, γεμάτο ενοχές. Έκοψε το σχοινί και την συγκράτησε να μην πέσει στο έδαφος. Την βοήθησε να καθίσει στην ρίζα ενός δέντρου και έλυσε το σχοινί απ’τα χέρια της. Άνοιξε τον σάκο που είχε περασμένο στην πλάτη του, έβγαλε από μέσα λεπτές λωρίδες υφάσματος και μ‘αυτές τύλιξε τους πληγωμένους της καρπούς. Η κοπέλα τον παρακολουθούσε σαστισμένη, ενώ προσπαθούσε να κρατηθεί και να μην καταρρεύσει. Εκείνος συνέχισε με τα πληγωμένα πέλματά της. 

Δεν… δεν καταλαβαίνω, είπε τελικά σιγανά.

  Εκείνος σήκωσε το κεφάλι. Το βλέμμα του δεν ήταν πια ψυχρό.

Δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να βγεις από κάστρο, της είπε με ελαφρώς απολογητικό τόνο. Είσαι ελεύθερη πριγκίπισσα, πρόσθεσε.