Ο κρύος αέρας του πρωινού διαπέρασε τα λεπτά της ρούχα κι έκανε το δέρμα της να ανατριχιάσει. Είχε διασχίσει το μισό κάστρο κουτσαίνοντας και παραπατώντας και τώρα, βρισκόταν στον προμαχώνα. Επικρατούσε ζωηρή κίνηση κι αναβρασμός. Ιππότες και ιπποκόμοι πηγαινοέρχονταν σέρνοντας ξωπίσω τους άλογα και μουλάρια. Αγριεμένες φωνές, μεταλλικοί ήχοι και χλιμιντρίσματα γέμιζαν τον αέρα. Από το πατημένο χώμα σηκωνόταν σκόνη, καθώς μπότες και πέταλα το χτυπούσαν. Στο κέντρο του προμαχώνα, ένα μαρμάρινο σιντριβάνι ανάβλυζε νερό μέσα από το σύμπλεγμα δύο σκαλιστών δελφινιών. Δίπλα στο σιντριβάνι, στεκόταν ένα κατάμαυρο άλογο σελωμένο και πίσω του ένα δεύτερο, καφέ, φορτωμένο με δύο σακιά στη σέλα του.

Ο άνδρας πλησίασε τα άλογα και στάθηκε δίπλα στο μαύρο. Άρχισε να τσεκάρει το δέσιμο της σέλας και να χαϊδεύει το λαιμό του, όταν απ’ την άλλη μεριά του προμαχώνα έκανε την εμφάνιση του ο κοντόχοντρος άρχοντας.

Όλα έτοιμα hunter!, του φώναξε καθώς πλησίαζε. Έχουν γίνει όλα όπως τα ζήτησες! Δύο άλογα, προμήθειες για τρεις μέρες δρόμο και μια πλήρης, δερμάτινη πανοπλία. Ο βασιλιάς έμεινε ιδιαίτερα ευχαριστημένος απ’τις υπηρεσίες σου και συμφώνησε σε όλα.

Η εύθυμη φωνή του άρχοντα έκανε τον άνδρα να τον κοιτάξει, ενώ συνέχιζε να κανακεύει το άλογο του. 

Οι υπηρεσίες μου είναι στη διάθεση του βασιλιά σου, είπε παγωμένα και έστρεψε την προσοχή του στο χαλινάρι του αλόγου.

Ο άρχοντας είχε πλησιάσει αρκετά πλέον και την προσοχή του τράβηξε η κοπέλα που στεκόταν παράμερα, με χαμηλωμένο το κεφάλι, περιμένοντας στωικά.

Α! Βλέπω ότι θα συνεχίσεις την διασκέδαση σου αλλού!, είπε με πονηρή διάθεση ο μεσόκοπος άνδρας. Δεν ξέρω όμως, αν ο βασιλιάς την υπολόγιζε σε αυτά που θα έπαιρνες μαζί σου…

Είναι μέρος της αμοιβής μου, τον έκοψε ο hunter και του έριξε ένα σκοτεινό, διαπεραστικό βλέμμα που δεν σήκωνε αντιρρήσεις.

Ο λιπαρός άνδρας πισωπάτησε και δεν είπε κάτι άλλο. Ο hunter πήρε στα χέρια του το σχοινί που έσερνε η γυναίκα και το πέρασε στην σέλα του αλόγου. Ο ίδιος, με ένα σάλτο βρέθηκε στη ράχη του και με μια κίνηση του, το ζώο ξεκίνησε. Η κοπέλα κοίταξε έντρομη τον καβαλάρη, ο οποίος, όμως, δεν της έδωσε σημασία και κάρφωσε το βλέμμα του στην πύλη του κάστρου. Το περίεργο καραβάνι είχε ξεκινήσει το μακρύ του ταξίδι.