Τα μάγουλά του είχαν αναψοκοκκινίσει απ’την ζέστη της φωτιάς. Η πολυτέλεια του τζακιού ήταν κάτι που εκτιμούσε μετά από μία δύσκολη μέρα. Ο άνδρας είχε καθίσει στην αναπαυτική πολυθρόνα και είχε κλείσει τα μάτια του. Στα αυτιά του έφτανε μόνο το ακανόνιστο τσιτσίρισμα των ξύλων που καίγονταν. Πόση ώρα είχε μείνει έτσι, δεν μπορούσε να πει. Ίσως να είχε κοιμηθεί για κάποια λεπτά. Μια απρόσμενη αναστάτωση απ’ τη μεριά του κρεβατιού τον έβγαλε απ’την ηρεμία του.
Η γυναίκα βγήκε από τον λήθαργό της και άνοιξε τα μάτια της. Κάθε εκατοστό του κορμιού της πονούσε και ένιωθε να πνίγεται. Αγκομαχώντας και βήχοντας, προσπαθούσε να δει ολόγυρα και να ανασηκωθεί. Αγωνιζόταν να καταλάβει που βρισκόταν και τι είχε συμβεί, όταν τον είδε. Δυο ψυχρά, ανέκφραστα μάτια την παρακολουθούσαν. Η κοπέλα πάγωσε. Όλες οι μνήμες της τελευταίας ημέρας πέρασαν αστραπιαία μπροστά απ’τα μάτια της. Το πεδίο της μάχης, ο άνδρας με τα αφύσικα, “παγωμένα”, μπλε μάτια, η πτώση της και η αιχμαλωσία της μετά την ήττα. Απέναντι της, δίπλα στο τζάκι, καθόταν ο άνδρας με τα διαπεραστικά, ζαφειρένια μάτια που στάθηκε αιτία να πέσει στο πεδίο της μάχης και να καταλήξει στα χέρια του εχθρού.
Μονομιάς, το αίσθημα πόνου που την πλημμύριζε μετατράπηκε σε πανικό. Με όση δύναμη της είχε απομείνει, πέταξε άτσαλα τα σκεπάσματα που την κάλυπταν, έδωσε έναν ατσούμπαλο σάλτο και βρέθηκε απ’ την άλλη μεριά του κρεβατιού. Το σώμα της προσέκρουσε βίαια στο σκληρό πλακόστρωτο. Ένιωσε ένα πλευρό της να υποχωρεί και μια κραυγή πόνου ξέφυγε απ’ τα χείλη της. Έκανε άλλη μία απεγνωσμένη προσπάθεια και σύρθηκε όσο πιο μακριά μπορούσε από το τζάκι, προς το παράθυρο. Καθώς πέρναγε δίπλα απ’το κρεβάτι, είδε το παρατημένο μαχαίρι ανάμεσα στα σκισμένα πανιά και τους λεκέδες από αίμα και χωρίς δεύτερη σκέψη, το άρπαξε. Κουλουριάστηκε δίπλα στην μπανιέρα και με τρεμάμενο χέρι κράτησε μπροστά της το μαχαίρι. Δάκρυα πόνου έτρεχαν από τα μάτια της.
Ο άνδρας καθόταν πάντα στην πολυθρόνα. Παρακολουθούσε την σκηνή που διαδραματιζόταν μπροστά του ατάραχος, σαν να έβλεπε μία χιλιοπαιγμένη θεατρική παράσταση. Κοίταζε το κουρελιασμένο σώμα της κοπέλας και μύριζε το αίμα και τον φόβο της στον αέρα. Για αρκετά λεπτά δεν έκανε καμία κίνηση, παρά μόνο την παρατηρούσε: όσο πέρναγε η ώρα τόσο εξασθενούσαν οι κινήσεις της και χαμήλωνε το χέρι της απ’ το βάρος του μαχαιριού.
Κάποια στιγμή, ο άνδρας σηκώθηκε χωρίς βιασύνη και κατευθύνθηκε προς το μέρος της. Η κοπέλα τινάχτηκε σαν να την χτύπησε κεραυνός. Έσφιξε τα δόντια της και σήκωσε το μαχαίρι στο ύψος του προσώπου της. Κοίταζε τον άνδρα που πλησίαζε και προετοιμαζόταν για το αναπόφευκτο. Προσπάθησε να κάνει τον εαυτό της απειλητικό, αλλά ήξερε ότι κάτι τέτοιο ήταν μάταιο. Λίγες στιγμές αργότερα, ο άνδρας στεκόταν από πάνω της. Έκανε μία απέλπιδη προσπάθεια να κάνει μία τελευταία επίθεση, αλλά η κίνησή της σταμάτησε στον αέρα ακαριαία. Ένιωσε το χέρι της να συνθλίβεται και έτριξε τα δόντια της απ’ τον πόνο. Το μαχαίρι γλίστρησε απ’τα δάχτυλά της και έπεσε στο λιθόστρωτο κάνοντας έναν μεταλλικό ήχο.
Ο άνδρας χαλάρωσε την λαβή του και μάζεψε το μαχαίρι του. Εκείνη στριμώχτηκε όσο μπορούσε στον τοίχο και, με κρυμμένο το πρόσωπό της, περίμενε στωικά. Το τσακισμένο σώμα της έτρεμε απ’ τον πόνο και το κρύο. Ο hunter, ανέκφραστος, πήρε μία κουβέρτα από το κρεβάτι και επέστρεψε κοντά της. Γονάτισε δίπλα της, πέρασε την κουβέρτα στους ώμους της, την τύλιξε προσεκτικά και με ήρεμες κινήσεις την έφερε προς το μέρος του. Για άλλη μία φορά την σήκωσε στα χέρια του και την ακούμπησε στο κρεβάτι. Η κοπέλα δεν πρόβαλε καμία αντίσταση, αλλά κοίταζε με απορία τον άνδρα, ενώ ακόμα έτρεχαν δάκρυα απ’τα μάτια της. Εκείνος την σκέπασε πάλι με τα σκεπάσματα, έφτιαξε τα μαξιλάρια και την έσπρωξε να ξαπλώσει. Το βλέμμα του έπεσε στους καρπούς της. Πήρε το μικροκαμωμένο χέρι της και για λίγο κοίταξε τον πληγωμένο καρπό της. Το σχοινί είχε αφήσει πίσω του ένα ματωμένο αυλάκι στο μαλακό δέρμα.
– Κοιμήσου. Αύριο θα ρθεις μαζί μου, είπε ψυχρά, κρατώντας ακόμα το χέρι της, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του.
Η κοπέλα δεν απάντησε. Εκείνος, ακούμπησε το χέρι της στα σκεπάσματα και σηκώθηκε. Γύρισε πάλι στο τζάκι και το βλέμμα του χάθηκε στις φλόγες που χόρευαν.