Η παλιά πόρτα του ξενώνα έτριξε ελαφρά καθώς υποχώρησε μερικά λίγα εκατοστά. Η λεπτοκαμωμένη φιγούρα γλίστρησε απ’το άνοιγμα κι έκλεισε την πόρτα πίσω της. Δυο σπινθηροβόλα, περίεργα μάτια κοίταξαν αχόρταγα ολόγυρα. Το δωμάτιο έδειχνε έρημο και σκοτεινό. Στο σβηστό τζάκι είχε μείνει μόνο στάχτη και δυο μισοκαμμένα κούτσουρα, ενώ απ’το θαμπό παράθυρο έμπαινε το τελευταίο φως της ημέρας.
Η φιγούρα αρχικά κινήθηκε με επιφύλαξη προς το τραπέζι του δωματίου, κοιτώντας νευρικά προς κάθε κατεύθυνση. Πάνω στην ξύλινη επιφάνεια με τους χοντροκομμένους ρόζους υπήρχε ένα ξεχασμένο πιάτο με αποφάγια και κάποια μικρά, αδειανά, γυάλινα φιαλίδια. Ο λεπτοκαμωμένος άνδρας, πήρε στα χέρια του ένα από αυτά, το περιεργάστηκε στο λιγοστό φως, έβγαλε τον φελλό και μύρισε τα υγρά, εγκλωβισμένα υπολείμματα. Μια έντονη, δυσάρεστη μυρωδιά που θύμιζε κλούβιο αυγό απελευθερώθηκε κι ο άνδρας, ξαφνιασμένος, με μια έκφραση αποστροφής, προσπάθησε να κλείσει γρήγορα το γυάλινο δοχείο. Το φιαλίδιο γλίστρησε απ’τα ταραγμένα δάχτυλά του, έπεσε στο ξύλινο πάτωμα και διαλύθηκε σε μικροσκοπικά κομμάτια. Η δυσάρεστη μυρωδιά ξεχύθηκε στο δωμάτιο και τύλιξε τον άνδρα που στεκόταν μαρμαρωμένος. Για λίγα λεπτά έμεινε στην θέση του με κομμένη την ανάσα, προσπαθώντας να αφουγκραστεί οποιαδήποτε κίνηση μέσα στο δωμάτιο.
Αφού διαπίστωσε ότι δεν άλλαξε τίποτα γύρω του παρόλο τον σαματά που είχε προκαλέσει, εστίασε πάλι στον μικρό χαμό που επιδείνωσε πάνω στο τραπέζι. Τα “ευρήματα” δεν του τράβηξαν άλλο το ενδιαφέρον και ρίχνοντας άλλη μια ματιά ολόγυρα, κατευθύνθηκε προς το ταλαιπωρημένο κρεβάτι.
Την προσοχή του τώρα είχε τραβήξει ο όγκος που σχηματιζόταν κάτω απ’τα ξεφτισμένα σκεπάσματα. Ακροπατώντας, έφτασε σχεδόν δίπλα στο κεφαλάρι. Οι προσεκτικές του κινήσεις ίσα που ακούγονταν μέσα στην απόλυτη ησυχία. Κάπου στο βάθος μόνο, ξεχώριζαν οι ομιλίες των χωρικών που επέστρεφαν απ’τα χωράφια, σέρνοντας ξωπίσω τους κάρα και άλογα. Στάθηκε για μια στιγμή ακίνητος, αφουγκράστηκε για άλλη μια φορά το δωμάτιο κρατώντας ακόμα και την αναπνοή του και έγειρε μπροστά προσπαθώντας να δει τι έκρυβαν τα σκεπάσματα. Πριν προλάβει να θρέψει την περιέργεια του, η γη χάθηκε κάτω απ’τα πόδια του.
Χωρίς καμία προειδοποίηση ένιωσε ένα χέρι στον σβέρκο του και την επόμενη στιγμή βρέθηκε στον αέρα. Η πλάτη του χτύπησε με δύναμη στον απέναντι τοίχο, δίπλα στο τραπέζι. Μια καρέκλα που βρέθηκε στον δρόμο του διαλύθηκε από την σύγκρουση. Σωριασμένος στο ξύλινο πάτωμα, προσπαθούσε να καταλάβει τι τον χτύπησε, αλλά δεν είχε χρόνο να το σκεφτεί. Μια θεόρατη σκιά αισθάνθηκε να τον πλησιάζει αστραπιαία και να σκύβει από πάνω του. Ένα δυνατό χέρι τον άρπαξε απ’τον λαιμό και τον σήκωσε απότομα. Οι μύτες των ποδιών του ίσα που ακούμπαγαν στο πάτωμα. Ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με μία τρομερή φιγούρα.
Σε απόσταση λίγων εκατοστών, δυο αλλόκοτα μάτια τον κοίταγαν ενώ πέταγαν σπίθες. Δεν είχαν τίποτα το ανθρώπινο. Δύο λαμπερές, μπλε λίμνες είχαν καλύψει τις κόγχες των ματιών και δεν ξεχώριζε η ίριδα από τις κόρες, ένα απόκοσμο θέαμα. Το φοβερό πρόσωπο ήταν βουτηγμένο στο αίμα και την λάσπη, αλλά πίσω απ’ αυτά το δέρμα φαινόταν χλωμό, σαν να μην άνηκε σε ζωντανό. Ένα σχίσιμο, κόκκινο ακόμα, κατέβαινε από το μέτωπο και έφτανε μέχρι το πηγούνι συμπληρώνοντας το απόκοσμο θέαμα. Το φοβερό πρόσωπο πλαισιωνόταν από μαύρα, ανάστατα μαλλιά που έφταναν μέχρι τους ώμους του, βουτηγμένα κι αυτά στην λάσπη και το αίμα.
Ο hunter κράταγε τον εισβολέα στον αέρα, ο οποίος πάλευε να ελευθερωθεί απ’την λαβή του.
– Ποιος είσαι και τι κάνεις εδώ μέσα;, γρύλισε και τα λόγια του ακούστηκαν σαν συριγμός. Τα χείλια του είχαν τραβηχτεί πίσω, σε μια επιθετική έκφραση, αποκαλύπτοντας τα λευκά δόντια.
– Είμ… είμαι.. ο… βάρ… βάρδος!, απάντησε ενώ πνιγόταν ο άνδρας. Δεν… γκουχ!… δεν… γκουχ!
Ο hunter κατακεραύνωσε τον άνδρα με το βλέμμα του και χαλάρωσε την λαβή του. Ο παρείσακτος βάρδος σωριάστηκε στο έδαφος και βήχοντας, προσπαθούσε να βρει πάλι την ανάσα του.
– Είμαι ο … γκουχ!… Dande, ο βάρδος… γκουχ! Σε ξέρω!…γκουχ!… είσαι ένας Hunter…
Ο hunter γύρισε την πλάτη του στον πεσμένο άνδρα και με δυο δρασκελιές βρέθηκε στο προσκέφαλο του κρεβατιού. Η γυναίκα, παρ’όλη την φασαρία, είχε μείνει ασάλευτη.
– Ήθελα να βρω έμπνευση…γκουχ… τρελή ιδέα, το παραδέχομαι, αλλά είσαι ένας hunter, συνέχισε την φλυαρία του ο βάρδος.
– Εξαφανίσου απο δω, ήρθε η απάντηση μέσα απ’τα δόντια του τρομακτικού άνδρα.
– Είσαι ο Μπλε Λύκος! Σε αναγνώρισα! Ο Razier, ο Μπλε Λύκος του Kaer Morhen! Έχεις δει τόσα! Είσαι ότι χρειάζομαι για τα τραγούδια μου! Σε είδα που μπήκες τις προάλλες στο καπηλειό, δεν μπορούσα να χάσω την ευκαιρία.
– Χάσου βάρδε! Μην εξαντλείς την υπομονή μου!
Ξαφνικά, Ο hunter άρχισε να τρέμει. Το παρουσιαστικό του έμοιαζε ακόμα πιο απόκοσμο καθώς έδειχνε να μην μπορεί να ελέγξει το σώμα του, ενώ το πρόσωπό του έχασε και το τελευταίο ίχνος ζωής. Ήξερε πολύ καλά τι σήμαινε αυτό και δεν είχε χρόνο. Έπρεπε να διώξει τον ανακατωσούρη βάρδο πριν να είναι αργά. Η επίδραση των ισχυρών ελιξίριων που είχε καταναλώσει για να αποκτήσει ικανότητες πέραν του φυσικού τελείωνε κι από λεπτό σε λεπτό θα έχανε τις αισθήσεις του. Μέχρι να προσαρμοστεί ξανά το σώμα του στην κανονική του κατάσταση δεν θα ήταν σε θέση να το ορίζει. Έπρεπε να προλάβει…
– Μα θα βοηθήσω την φήμη σου! Είμαι γνωστός σε αυτά τα μέρη, θα έχεις περισσότερους πελάτες χάρη σε μένα, συνέχισε να μιλά ο Dande ξεσκονίζοντας τα ρούχα του και ισιώνοντας το καπέλο του.
Ο hunter γύρισε προς το μέρος του, τρέμοντας, τον κοίταξε απειλητικά και έκανε ένα βήμα μπροστά. Τα γόνατά του λύγισαν και έπεσε στο πάτωμα.
“Πολύ αργά”, ήταν το μόνο που πρόλαβε να σκεφτεί πριν σωριαστεί με το πρόσωπο στις ζεστές σανίδες του πατώματος.