Τα άλογα προχώραγαν νωχελικά στον επαρχιακό δρόμο. Το ένα πίσω απ’ το άλλο και δεμένα μεταξύ τους, ακολουθούσαν τις προσταγές του καβαλάρη. Ο άνδρας, στητός πάνω στο πρώτο άλογο, τα οδηγούσε κοιτώντας επιφυλακτικά ολόγυρα. Στο δεύτερο άλογο, η γυναίκα ίσα που κατάφερνε να κρατιέται στη σέλα. Σε κάθε βήμα κλυδωνιζόταν επικίνδυνα, ενώ που και που έγερνε μπροστά έτοιμη να κρεμαστεί στον λαιμό του ζώου.
Πόσες ώρες ταξίδευαν; Η γυναίκα δεν μπορούσε να πει. Ο πόνος και η κούραση της προκαλούσαν ζάλη. Δεν ήξερε που βρισκόταν ή πότε θα έφταναν στον προορισμό τους. Δεν ήξερε καν αν υπήρχε προορισμός. Προσπαθούσε να συγκεντρώνεται στον βηματισμό του αλόγου και να παραμένει στην ράχη του. Δεν ήταν λίγες οι στιγμές που έκλειναν τα μάτια της, βυθιζόταν για δευτερόλεπτα στο κενό και απότομα πάλι ξύπναγε λίγο πριν πέσει απ’ τη σέλα.
Ο ήλιος είχε δύσει όταν τα δυο άλογα πέρασαν τα χαμηλά, ξύλινα τείχη και μπήκαν στην μικρή πόλη. Τα πέταλα τους χτύπαγαν στο κακοφτιαγμένο πλακόστρωτο των μικρών δρόμων και μερικά βλέμματα γύρισαν να δουν τους νεοφερμένους. Ωστόσο, η περασμένη ώρα και το λιγοστό φως τους έκρυψαν από την περιέργεια των χωρικών. Ο άνδρας οδήγησε τα άλογα έξω από ένα καπηλειό που ακούγονταν ζωηρές ομιλίες από μέσα. Τα θαμπά τζαμιλίκια στα παράθυρα, γεμάτα λίγδα και σκόνη, ίσα που επέτρεπαν στις φιγούρες να διαγράφονται.
Με μια κίνηση ξεπέζεψε, πέρασε τα γκέμια του στον ξύλινο φράχτη με την ποτίστρα και κατευθύνθηκε στο δεύτερο άλογο. Η κοπέλα είχε γείρει πάνω στον λαιμό του ζώου και δεν φαινόταν να αντιδρά. Εκείνος πέρασε το χέρι του στην μέση της και την τράβηξε προς τα κάτω. Ένα ελαφρύ μουγκρητό ακούστηκε και το σώμα της γλίστρησε απ’τη σέλα. Την ακούμπησε στα σκαλιά, στον φράχτη δίπλα στην ποτίστρα. Έμεινε ακίνητη με κλειστά μάτια.
Ο hunter πέρασε το κατώφλι του καπηλειού και κοντοστάθηκε για μια στιγμή. Η έντονη μυρωδιά καπνού και μπύρας τον υποδέχτηκαν μαζί με ηχηρές ομιλίες και φωνές απ’τους θαμώνες. Στην άλλη μεριά της αίθουσας, δυο βάρδοι γρατζούναγαν τα λαούτα τους και σκάρωναν σαρκαστικά στιχάκια, δημιουργώντας ακόμα μεγαλύτερο σαματά. Μία σωματώδης, μεσήλικη γυναίκα πεταγόταν από τραπέζι σε τραπέζι και σέρβιρε. Ο νεαρός άνδρας προσπέρασε τα τραπέζια με τις μεθυσμένες παρέες, παραμέρισε την ευδιάθετη σερβιτόρα που βρέθηκε για λίγο μπροστά του και κατευθύνθηκε προς τον πάγκο της κουζίνας. Πίσω απ’τον ξύλινο πάγκο ο κάπελας, με χοντρό μουστάκι και κόκκινα μάγουλα απ’το ποτό, γέμιζε τις κανάτες κόκκινο κρασί από ένα βαρέλι. Με την ευδιαθεσία που δίνει το αλκοόλ, γύρισε χαμογελαστός προς τον άνδρα που είχε σταθεί απέναντί του.
– Γεια σου ξένε! Με τι να γεμίσω την καράφα σου;
– Χαίρεται. Έρχομαι από μακριά και θέλω ένα δωμάτιο. Έχεις;, τον ρώτησε ο νέος.
– Ω! Μα φυσικά! Δωμάτιο με μπάνιο και φαγητό, αν τραβάει η όρεξή σου.
– Ναι. Πόσο έχει;
– Δύο φλωρίνια η ημέρα ξένε, απάντησε ο ταβερνιάρης και ξεχείλισε μια κανάτα κρασί. Το κόκκινο υγρό έτρεξε στα πλάγια της κανάτας κι έσταξε στο ταλαιπωρημένο ξύλο του πάγκου.
Ο άνδρας έβγαλε ένα πουγκί απ’την ζώνη του, το άνοιξε κι έπιασε από μέσα μια χούφτα γυαλιστερά νομίσματα.
– Θέλω και στάβλο για τα άλογά μου, είπε πάλι.
– Ένα φλωρίνι ακόμα την ημέρα, πρόσθεσε ο ταβερνιάρης.
Ο άνδρας μέτρησε εννιά χρυσά νομίσματα και τα άφησε στον πάγκο.
– Εννιά φλωρίνια για το δωμάτιο και τον στάβλο. Θέλω μια μερίδα φαγητό κάθε μέρα στο δωμάτιο.
Ψαχούλεψε ξανά το πουγκί και έβγαλε άλλα τρία χρυσά νομίσματα που γυάλισαν στον χαμηλό φωτισμό της ταβέρνας.
– Και τρία ακόμα για να ξεχάσεις ότι νοίκιασες το δωμάτιο, είπε και έσπρωξε τα νομίσματα προς το μέρος του ταβερνιάρη. Τα μπλε μάτια του γυάλισαν καθώς τον κοίταξε διαπεραστικά.
Ο ταβερνιάρης κοίταξε αινιγματικά τον ξένο, αλλά χωρίς να κάνει οποιαδήποτε ερώτηση, μάζεψε τα νομίσματα, έβγαλε ένα κλειδί απ’ την τσέπη της ποδιάς του και το ακούμπησε πάνω στον πάγκο. Ύστερα, έβαλε μια φωνή κι ένα παιδί με ξεφτισμένο παντελόνι ήρθε τρέχοντας. Το παιδί οδήγησε τον άνδρα προς την έξοδο, ο οποίος έριξε μια λοξή ματιά στον περίγυρο. Το ασημένιο μενταγιόν που κρεμόταν στον λαιμό του γυάλισε στο φως των κεριών της αίθουσας, καθώς πέρναγε το κατώφλι της ταβέρνας. Ένα ζευγάρι περίεργα μάτια τον παρακολουθούσε από ώρα απ’το βάθος της αίθουσας, αλλά δεν το αντιλήφθηκε.