Τα ξύλα στο τζάκι έτριξαν καθώς τα έγλυφαν οι ζωηρές, πύρινες γλώσσες. Η μικρή φωτιά μαλάκωνε τους ψυχρούς, πέτρινους τοίχους του δωματίου, και μαζί με τους πυρσούς που ήσαν στερεωμένοι περιμετρικά, έριχνε φως ολόγυρα. Το στρογγυλό δωμάτιο, σκαρφαλωμένο σε έναv από τους πύργους του κάστρου, έδειχνε αρκετά ευρύχωρο και πλούσια επιπλωμένο, ένδειξη ότι προοριζόταν για ευγενείς και υψηλούς προσκεκλημένους. Στο κέντρο δέσποζε ένα μεγάλο, ξύλινο -με οροφή- κρεβάτι, στρωμένο με πλούσια υφάσματα, χοντρά σκεπάσματα, δέρματα ζώων και πουπουλένια μαξιλάρια. Από την οροφή του κατέβαιναν αραχνοΰφαντα πέπλα που αγκάλιαζαν του πυλώνες του, μέχρι το πάτωμα.
Μπροστά από το τζάκι ένα μικρό καθιστικό με δυο άνετες, ξύλινες πολυθρόνες επενδυμένες με βαθυκόκκινο βελούδο, και ένα χαμηλό τραπεζάκι περίμενε τους επισκέπτες. Στο τραπεζάκι με την μαρμάρινη επιφάνεια και τα ξυλόγλυπτα πόδια κάποιος είχε αφήσει μία πορσελάνινη πιατέλα γεμάτη φρέσκα φρούτα, ένα λαγήνι με καθαρό νερό, δύο πήλινα ποτήρια, καθώς και μία καράφα γλυκό κρασί. Πάνω απ’το τζάκι βρισκόταν το μόνο κάδρο του δωματίου, που αναπαριστούσε τον βασιλιά σε μια σκηνή κυνηγιού.
Στην άλλη πλευρά του δωματίου, το μοναδικό παράθυρο “κοιτούσε” στον προμαχώνα του κάστρου, αλλά η θέα έφτανε μέχρι και τα όρια του κρατιδίου. Ψηλό, με γοτθική αψίδα και διάφανα τζαμιλίκια, έμοιαζε σαν κάποιος να έσκισε τους πέτρινους τοίχους για να δει τον ουρανό. Κάτω από το παράθυρο, πάνω σε ένα μικρό βάθρο από ξύλινες σανίδες στεκόταν μια ορειχάλκινη μπανιέρα και πλάι της, ένα μικρό σκαμνί με διπλωμένες πετσέτες. Το αχνιστό, καυτό νερό μέσα στην μπανιέρα μαζί με τα δέρματα ζώων που ήταν ριγμένα εδώ κι εκεί για να ζεστάνουν το κρύο λιθόστρωτο, ολοκλήρωναν την αίσθηση πολυτελείας του δωματίου.
Το δωμάτιο έμοιαζε άδειο και το μόνο που ακουγόταν ήταν το τρίξιμο της φωτιάς και ένα αχνό, απροσδιόριστο αγκομαχητό.
– Απόψε, είσαι ο επίτιμος φιλοξενούμενος του βασιλιά μας, ακούστηκε μια φωνή πνιχτά έξω απ’ το δωμάτιο και στιγμές αργότερα η πόρτα άνοιξε. Δύο ανδρικές φιγούρες έκαναν την εμφάνισή τους. Εκτός απ’ την αμοιβή σου για την πολύτιμη βοήθεια σου στην μάχη, απόψε θα φιλοξενηθείς στα ιδιαίτερα δωμάτια του μεγαλειότατου. Μόνο οι εκλεκτοί άρχοντες έχουν αυτή την ευκαιρία, συνέχισε με έμφαση ο ένας από τους νεοφερμένους, δείχνοντας την δυσαρέσκεια του για αυτή την παραχώρηση.
Ένας κοντόχοντρος, ασθενικός, μεσήλικας άνδρας με πλαδαρό δέρμα, καλυμμένος με βαριά ρούχα συνόδευσε μέσα στο δωμάτιο έναν νεαρό άνδρα. Το παρουσιαστικό του μαρτυρούσε ότι σπάνια έφευγε απ’την ασφάλεια του κάστρου, ενώ τα ακριβά υφάσματα που τον κοσμούσαν έδειχναν ότι η θέση του ήταν κοντά στον βασιλιά. Αντίθετα, ο άνδρας που συνόδευε δεν του έμοιαζε στο ελάχιστο. Ψηλός, γεροδεμένος και νεαρός σε ηλικία, ενδεδυμένος με ελαφριά δερμάτινη πανοπλία και με μια σειρά από μαχαίρια στη ζώνη του, έμοιαζε με πολεμιστή. Ένα βαρύ, ατσάλινο σπαθί ήταν στερεωμένο στην πλάτη του, μέσα στην θήκη του. Η σκόνη, οι λάσπες και οι πιτσιλιές από αίμα μαρτυρούσαν ότι μόλις πριν λίγες ώρες βρισκόταν στο πεδίο της μάχης.
Ο νεαρός άνδρας μπήκε στο ευρύχωρο δωμάτιο και στάθηκε στην πόρτα. Δίπλα του ο άρχοντας, φλυαρώντας, έδειχνε ιδιαίτερα περήφανος για τον χώρο, σαν να τον είχε προσκαλέσει στο σπίτι του και του παρουσίαζε το “φτωχικό” του. Το βλέμμα του περιπλανήθηκε ολόγυρα και σταμάτησε στο κάτω μέρος του κρεβατιού, στον πυλώνα που συγκρατούσε την οροφή του. Δύο υγρά, πράσινα μάτια τον κάρφωσαν. Το πρόσωπο του συσπάστηκε ανεπαίσθητα και η έκφρασή του σκλήρυνε. Ασυναίσθητα, σήκωσε το χέρι του και με τα δάχτυλα του άγγιξε μια φρέσκια πληγή που κατέβαινε απ’ το κούτελο μέχρι το πηγούνι του.
– Θα σου σύστηνα να δοκιμάσεις τους καρπούς του βασιλείου μας και να απολαύσεις το μπάνιο σου hunter, κατέληξε ο ευγενής ακόλουθος, αφού είχε κάνει μία εκτενή περιγραφή του χώρου εκθιάζοντας τον βασιλιά και την μεγαλοψυχία του, παρόλο που ο νέος δεν έδειχνε να προσέχει τα λόγια του.
– Κι αυτή; ρώτησε με παγωμένη φωνή εκείνος, αφού επικράτησε ησυχία για μερικά δευτερόλεπτα.
– Θεώρησε την έπαθλο, είπε ο μεσόκοπος άνδρας με ένα άσχημο χαμόγελο στο πρόσωπό του.