Ο Razier βάδιζε για άλλη μια φορά στον μακρύ διάδρομο με τις κλειστές πόρτες. Ο μανδύας του ανέμιζε ξοπίσω του. Τα βαριά βήματά απ’ τις δερμάτινες μπότες του αντηχούσαν στους ψηλούς, παγωμένους τοίχους. Το επαργυρωμένο, ατσάλινο σπαθί ήταν στερεωμένο στην θήκη του και δεμένο στην πλάτη του, ενώ απ’ τον ώμο του κρεμόταν ο σάκος με τα λιγοστά υπάρχοντα του. Ήταν καθ’ όλα έτοιμος να εγκαταλείψει το κάστρο γι’ άλλη μια φορά.
Προσπέρασε άλλη μία πόρτα και κοντοστάθηκε. Είχαν περάσει μέρες απ’ την τελευταία φορά που στάθηκε έξω απ’ αυτήν την συγκεκριμένη πόρτα. Τότε, ελαφρώς μισάνοιχτη, είχε κοιτάξει κλεφτά τι κρυβόταν από πίσω. Δεν είχε όμως τολμήσει να την ανοίξει. Διστακτικός για λίγα δευτερόλεπτα, κοίταξε σκεπτικός τα βαριά, ξύλινα φύλλα που σφράγιζαν το άνοιγμα. Τελικά, έπιασε το μπρούντζινο πόμολο και την έσπρωξε ελαφρά, η οποία υποχώρησε αφύσικα εύκολα για το μέγεθος της, άηχα.
Βρέθηκε στο γνωστό ευρύχωρο δωμάτιο με το μεγάλο κρεβάτι να καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του. Αυτή την φορά, δεν βρισκόταν εκεί καμία από τις ιέρειες και τα αναμμένα κεριά έλειπαν. Οι βαριές κουρτίνες που κάλυπταν το μοναδικό παράθυρο ήταν τραβηγμένες και άφηναν το μαλακό φως της μέρας να μπαίνει απ’ τα χρωματιστά τζαμιλίκια. Το μικρό τραπέζι κοντά στο παράθυρο ήταν γεμάτο με φιαλίδια, βότανα και γάζες. Η μυρωδιά του φασκόμηλου ήταν διάχυτη στον χώρο.
Πλησίασε το κρεβάτι και στάθηκε δίπλα στο προσκεφάλι. Ξαπλωμένη, ακίνητη, με κλειστά τα μάτια, σκεπασμένη με μία ελαφριά κουβέρτα βρισκόταν η πριγκίπισσα. Έμοιαζε να κοιμάται γαλήνια. Το βλέμμα του έπεσε στις ουλές στα χέρια της. Έδειχναν ακόμα πολύ φρέσκες. Έβγαλε το γάντι του και έπιασε ελαφριά το χέρι της. Ήταν ζεστό, αν και ακίνητο. Έμεινε να την κοιτάζει για λίγα λεπτά προβληματισμένος. Τελικά, γύρισε να φύγει. Έκανε δυο βήματα και στάθηκε πάλι. Την κοίταξε αναποφάσιστος για λίγο. Έπιασε ένα μικρό εγχειρίδιο από την ζώνη του, τοποθετημένο σε δερμάτινη θήκη. Η φιλντισένια λαβή του είχε σκαλισμένο το κεφάλι ενός λύκου. Επέστρεψε πάλι δίπλα στο κεφαλάρι του κρεβατιού και ακούμπησε το μαχαίρι στο χαμηλό, βοηθητικό τραπεζάκι.
Λίγα λεπτά αργότερα, ο hunter βάδιζε και πάλι στον μακρύ διάδρομο του κάστρου.