Τα δάχτυλά του έπαιξαν με μια μπούκλα απ’ τα μαλλιά της που έπεφτε στο μάγουλό της. Την στερέωσε πίσω απ΄το αυτί της και με τον αντίχειρά του χάιδεψε τα ζυγωματικά της. Η γυναίκα είχε ακουμπήσει το κεφάλι της στο στέρνο του και τα πλούσια, μαύρα μαλλιά της κατέβαιναν σαν καταρράκτης στο στήθος του. Το λεπτοκαμωμένο σώμα της είχε κουρνιάσει στην αγκαλιά του. Χάιδεψε απαλά τον μακρύ λαιμό της και τα δάχτυλα του ακολούθησαν τις καμπύλες της μέχρι τους γοφούς της. Το γυμνό, ιδρωμένο δέρμα της ανατρίχιασε στο άγγιγμά του. Μέναν και οι δυο σιωπηλοί, χαζεύοντας τις φλόγες που χόρευαν στο τζάκι. Ο ζεστός αέρας τύλιγε τα γυμνά τους κορμιά.
– Λοιπόν; Θα φύγεις αύριο; έσπασε την σιωπή η κοπέλα.
Ο hunter, έχοντας ακουμπισμένο το κεφάλι του στο μπράτσο του, πέρασε άλλη μια φορά τα ακροδάχτυλά του απ’το μάγουλό της.
– Ναι, είπε απλά. Έμεινα περισσότερο απ’ όσο έπρεπε.
Τα μαύρα του μαλλιά γυάλιζαν στο φως της φωτιάς σαν έβενος, ενώ τα βαθυγάλανα μάτια του πέταγαν σπίθες.
– Η γυναίκα θα γίνει καλά; ρώτησε μετά από αρκετά λεπτά.
– Θα χρειαστεί καιρός μέχρι να μπορέσει να φύγει από δω. Ίσως να μην καταφέρει να κρατήσει σπαθί ποτέ ξανά, αλλά θα τα καταφέρει. Έχει αρκετή θέληση για ζωή.
Ο Razier αυθόρμητα μόρφασε.
“Έχει θέληση, αλλά για ποια ζωή;”, σκέφτηκε.
Η κοπέλα ανασηκώθηκε, στερεώσε το κεφάλι της στο χέρι της και βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπό του. Το χέρι της χάιδεψε το στέρνο του και ακολούθησε τα αυλάκια απ’ τις παλιές ουλές του. Κάποιες απ’ αυτές της ήταν γνώριμες. Το χρυσό δαχτυλίδι της λαμπύρισε στο φως της φωτιάς. Κάρφωσε το βλέμμα της στο δικό του κι ένα αινιγματικό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη της.
– Την έσωσες, Razier. Σου χρωστάει την ζωή της και, μέχρι να στο ανταποδώσει, το πεπρωμένο της είναι δεμένο με το δικό σου.
– Χα… πεπρωμένο…, κάγχασε. Έχω πολλούς λόγους για να μην πιστεύω σε αυτό. Για μένα, απλά βρέθηκε στον δρόμο μου και την βοήθησα. Τίποτα παραπάνω.
Το βλέμμα του σκοτείνιασε και χαμήλωσε. Κοίταξε και πάλι της φλόγες που χόρευαν στο τζάκι. Το χέρι του ασυναίσθητα άγγιξε την φρέσκια ουλή που κατέβαινε απ’ το μέτωπό του ως το πιγούνι του. Ήταν τυχερός που δεν έχασε το μάτι του εκείνη την μέρα.
– Η μοίρα έχει τους δικούς της νόμους και λίγο την ενδιαφέρει τι θέλουμε εμείς ή αν πιστεύουμε σε αυτή. Η κοπέλα άγγιξε κι αυτή το πληγωμένο μάγουλό του. Αισθάνομαι τις τύψεις σου. Θεωρείς ότι έχεις μερίδιο ευθύνης για την κατάσταση της. Αν δεν είχες πάρει μέρος στην μάχη, ίσως να είχε διαφορετική κατάληξη. Αυτό, όμως, κανείς δεν μπορεί να το γνωρίζει. Και το αποτέλεσμα δεν αλλάζει: στο τέλος της ημέρας της έσωσες την ζωή. Είναι απλά και μόνο μία πολεμίστρια που έπεσε στην μάχη;
– Δεν έχει σημασία ποια ήταν μέχρι σήμερα, Ellion. Αν θέλει να επιβιώσει, πρέπει να ξεχάσει το παρελθόν της.
Η κοπέλα γύρισε απαλά το πρόσωπό του προς το μέρος της.
– Είμαστε απλά πιόνια στα χέρια της μοίρας, δεμένοι σε άγνωστο μέλλον. Κανείς δεν μπορεί να το αποφύγει, ούτε καν εσύ, που επιλέγεις να αγνοείς τα θέσφατα αυτού του κόσμου.
Τα πράσινα μάτια της έλαμπαν, τα κόκκινα χείλη της χαμογελούσαν. Εκείνος ακούμπησε μαλακά το μάγουλό της και πλησίασε τα χείλη του στα δικά της. Έσφιξε πάνω του το λεπτοκαμωμένο σώμα της και τα κορμιά τους μπλέχτηκαν σε μια άγραφη χορογραφία.
Η ανατολή τους βρήκε αγκαλιασμένους