– Ω! Κοίτα! Τι είναι;
– Ένας πολεμιστής;
– Είναι…ζωντανός;
– Περίμενε! Να φωνάξουμε την ιέρεια!
Οι ανάκατες φωνές ακούγονταν σαν να ήταν πολύ μακριά. Ήταν όμως; Δεν μπορούσε να πει. Σε λίγο χάθηκαν πάλι. Ησυχία.
– Κορίτσια. Μην πλησιάζετε!
Η νέα φωνή ακούστηκε αυστηρή, καθαρή και κοντά, σχεδόν από πάνω του. Ο Razier άρχισε σιγά σιγά να καταλαβαίνει τι γίνεται γύρω του. Αισθανόταν το κρύο πλακόστρωτο, τα ρούχα του που κόλλαγαν στο δέρμα του -βρεγμένα-, η δερμάτινη πανοπλία που αγκάλιαζε σαν μέγγενη τον κορμό του, το βάρος του σκληρού μέταλλου στο στέρνο του. Μύριζε το βρεγμένο χώμα κι άκουγε πλέον ένα βουητό από ψιθύρους, ρούχα που θρόιζαν κι ανάστατα βήματα ολόγυρά του. Αλλά πιο έντονα, ένιωθε τα σπασμένα πλευρά να μετακινούνται σε κάθε ανάσα του, τις βαθιές πληγές να ξερνάνε αίμα και, κυρίως, τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν.
Άνοιξε τα μάτια του. Μια κραυγή ακούστηκε στον αέρα και ένα νέο κύμα από πιο δυνατούς ψιθύρους πλανήθηκε ολόγυρα. Σε απόσταση δυο μέτρων ξεχώρισε ένα τσούρμο από νεαρές γυναίκες που είχε σχηματίσει ένα ημικύκλιο γύρω του. Μαυροντυμένες, με μακριά φορέματα και λευκά γάντια, κοίταγαν προς το μέρος του σιγομιλώντας αναμεταξύ τους. Μπροστά τους, στο εσωτερικό του ημικύκλιου, μια αυστηρή ψηλόλιγνη γυναικεία φιγούρα, τυλιγμένη με μια σκουρόχρωμη κάπα τον κοίταγε διερευνητικά. Στο χέρι της κρατούσε μία ξύλινη -σχεδόν τόσο ψηλή όσο και η ίδια- ράβδο, αν και έδειχνε πολύ νέα για να χρειάζεται υποβοήθηση στο περπάτημα. Την στιγμή που άνοιξε τα μάτια του, κάποιες κοπέλες άφησαν μια κραυγή τρόμου να ακουστεί. Όλες έκαναν έντρομες ένα βήμα πίσω, ενώ η γυναίκα μπροστά του στάθηκε σε στάση επιφυλακής.
– Α! Κοίτα!
– Δεν είναι άνθρωπος!
– Τι είναι;!
Το ελιξίριο δεν είχε χάσει ακόμα την επίδρασή του και οι κόρες του είχαν εξαφανίσει το λευκό μέρος των ματιών του. Τα μάτια του έλαμπαν, ένα αφύσικο, ζωηρό μπλε χρώμα. Τώρα πια δεν υπήρχε τρόπος να κρύψει την ταυτότητά του. Ήταν επικίνδυνο να μένει εκεί. Με το ελεύθερο χέρι ψηλάφισε τον τοίχο δίπλα του, ψάχνοντας κάποια προεξοχή για να στερεωθεί, ενώ με το άλλο έσφιξε δυνατά το σπαθί πάνω στον θώρακα του.
– Κορίτσια, πηγαίνετε όλες στο κάστρο! Απομακρυνθείτε!, είπε η γυναίκα και πάτησε γερά στα πέλματά της, παρακολουθώντας κάθε κίνηση του. Οι γυναίκες πισωπάτησαν αρκετά μέτρα στο πρόσταγμα της, αλλά δεν έφυγαν απ’ την αυλή. Όλες μαζί προσπαθούσαν να δουν τον αλλόκοτο εισβολέα.
Ο hunter, χρησιμοποιώντας την αμετακίνητη πόρτα πίσω του και το σπαθί του ως στήριγμα, στάθηκε με δυσκολία όρθιος. Έσφιξε τα δόντια κι έπιασε την δερμάτινη λαβή με τα δύο χέρια. Μπροστά του, ανάμεσα σε αυτόν και την μοναδική έξοδο της λιθόστρωτης αυλής, στεκόταν η γυναίκα, κρατώντας την ράβδο της τώρα μπροστά της. Η ράβδος αυτή έμοιαζε πλέον περισσότερο με όπλο, παρά με βοήθημα περιπάτου. Σήκωσε το σπαθί του στο ύψος των ώμων του. Ήξερε ότι ήταν παρακινδυνευμένο αυτό που επιχειρούσε. Κάτω από διαφορετικές συνθήκες, η αντίπαλος του δεν θα αποτελούσε πραγματική απειλή. Άλλωστε, δεν έμοιαζε με πολεμίστρια. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, οι πιθανότητες δεν φαίνονταν να είναι με το μέρος του. Δεν είχε επιλογή. Έπρεπε να απεγκλωβιστεί, να φύγει το γρηγορότερο, να βρει το άλογο του. Ή, τουλάχιστον, να πεθάνει με το όπλο στο χέρι, γρήγορα.
“Απλά, άφησε με να περάσω τα τείχη και θα είμαι πρόβλημα κάποιου άλλου” είπε νοερά, χωρίς να βγει ήχος απ’ τα χείλη του. Έκανε δυο αβέβαια βήματα προς το μέρος της και τίναξε το σπαθί του, διαγράφοντας ένα λοξό ημικύκλιο στον αέρα. Ίσως κατάφερνε να την φοβίσει και να φύγει απ’ τον δρόμο του.
Η γυναίκα τον ζύγισε με το βλέμμα της και δεν βιάστηκε να έρθει σε σύγκρουση μαζί του. Έβλεπε ξεκάθαρα ότι ο αντίπαλός της όχι μόνο δεν ήταν σε θέση να πολεμήσει, αλλά οριακά στεκόταν όρθιος. Είδε τις κινήσεις του να διαγράφονται στον αέρα σε αργή κίνηση. Έκανε ένα κυκλικό βήμα στο πλάι και απέφυγε με ευκολία την υποτιθέμενη επίθεση του. Αν και θα μπορούσε να “απαντήσει” και να κινηθεί κατά πάνω του, προτίμησε να αποφύγει την ευθεία αντιπαράθεση. Ήξερε ότι ένα πληγωμένο ζώο μπορεί να είναι πολύ πιο επικίνδυνο απ’ ότι δείχνει και δεν είχε σκοπό να το διακινδυνεύσει. Εξάλλου, μπροστά της στεκόταν ένας άνδρας που δεν δίσταζε να καταναλώσει μαγικά φίλτρα για να αποκτήσει αφύσικες ιδιότητες, ένα απόβρασμα της κοινωνίας που διακινδύνευε την ζωή του για λίγα κέρματα, κάποιος που δεν είχε τίποτα να χάσει γιατί δεν ενδιαφερόταν για τίποτα πέρα απ’ τον εαυτό του κι όλα αυτά την έκαναν επιφυλακτική. Σήκωσε στον αέρα την ράβδο της και την στριφογύρισε στα χέρια της. Με μία αστραπιαία, αλλά καλοζυγισμένη κίνηση, χτύπησε το πίσω μέρος του κεφαλιού του με το σκληρό, ροζιασμένο ξύλο.
Ο Razier κλυδωνίσθηκε. Το βαρύ σπαθί γλίστρησε απ’τα δάχτυλά του. Τα γόνατά του λύγισαν και το σώμα του σωριάστηκε άτσαλα στο σκληρό και υγρό λιθόστρωτο. Έμεινε ακίνητος.