Ο άνδρας ανακάθισε στο μαλακό στρώμα και κοίταξε ολόγυρα στο δωμάτιο. Το τζάκι έκαιγε ακόμα ξύλα και ο πολυέλαιος φώτιζε ολόγυρα, αλλά οι βαριές κουρτίνες είχαν τραβηχτεί στο πλάι κι απ’ το παράθυρο έμπαιναν οι χειμωνιάτικες, χλομές ηλιαχτίδες. Ακούμπησε στα μαξιλάρια, τράβηξε τα σκεπάσματα και ψηλάφισε τα πλευρά του διερευνητικά. Πόσες μέρες κοιμόταν; Οι επίδεσμοι είχαν αφαιρεθεί και τα δάχτυλα του άγγιξαν τα φρέσκα ράμματα. Μόρφασε πιο πολύ από αγανάκτηση παρά από πόνο. Ένα τέτοιο χτύπημα δικαιολογούνταν να το δεχτεί ένας αρχάριος, κι αυτός μέτραγε πολλά χρόνια για να ισχυριστεί κάτι τέτοιο. Η απροσεξία του μπορούσε να είχε αποβεί μοιραία κι αυτό τον θύμωνε με τον εαυτό του.

Με μουδιασμένες ακόμα από τον ύπνο κινήσεις, σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. Ένιωθε ξεκούραστος και διαυγής. Στάθηκε όρθιος, ανέπνευσε βαθιά και διαπίστωσε ότι ήταν γυμνός. Κοίταξε ολόγυρα. Τα ρούχα του βρίσκονταν πλυμένα και διπλωμένα πάνω σε μία καρέκλα, δίπλα στο τραπέζι. Και το τραπέζι όμως ήταν παραφορτωμένο με καλούδια: ζεστό ψωμί, φρέσκο βούτυρο, κεχριμπαρένιο μέλι, ζουμερά μούρα και φράουλες και δροσερό νερό τον περίμεναν. Κάποιος, όσο κοιμόταν, είχε φροντίσει για όλα μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο. 

Ντύθηκε και κάθισε στο τραπέζι, δίπλα στο αψιδωτό παράθυρο. Το φρεσκοπλυμένο ύφασμα ακούμπαγε ευχάριστα στο δέρμα του. Έφαγε λίγες μπουκιές ζεστό ψωμί με όρεξη και δοκίμασε απ τα κόκκινα φρούτα. Το βλέμμα του περιπλανήθηκε έξω απ’ το τζάμι, στον απέναντι πέτρινο πυργίσκο με τα μικροσκοπικά ανοίγματα και έπεσε χαμηλότερα στα καλυμμένα από φυτά τείχη και στην πάντα ανοιχτή πύλη του κάστρου. Χρόνια πριν είχε και πάλι περάσει αυτή την πύλη…