Τα βήματα του αντηχούσαν στους ψηλούς, πέτρινους τοίχους. Ο hunter ακολουθούσε την πρωθιέρεια με το κόκκινο φόρεμα στους διαδρόμους του κάστρου. Σε αντίθεση με εκείνον, το βήμα της, αέρινο, γλιστρούσε σχεδόν αθόρυβα στο πλακόστρωτο.
Είχαν αφήσει πίσω τους την περίκλειστη αυλή του κάστρου και διέσχισαν την άδεια κύρια αίθουσα. Το επιβλητικό άγαλμα της Θεάς, απόκοσμο στο ημίφως, στεκόταν στο κέντρο της αίθουσας με ανοιχτά τα χέρια και έμοιαζε σαν να τους περίμενε από καιρό. Η πρωθιέρεια έκανε μία υπόκλιση προς το άγαλμα όταν το αντίκρισαν και συνέχισε την πορεία της προς το βάθος της αίθουσας. Ανέβηκαν μία ημικυκλική σκάλα που τους οδήγησε πάνω απ’την κύρια αίθουσα και για λίγα λεπτά, που στον Razier, είχαν φανεί ατελείωτα, διέσχιζαν τους μακριούς διαδρόμους.
Αριστερά και δεξιά συναντούσε κλειστές ξύλινες πόρτες κι ανάμεσά τους στερεωμένοι πυρσοί έριχναν φως ολόγυρα. Οι μακριοί διάδρομοι δεν είχαν κανένα άνοιγμα στον έξω κόσμο, μένοντας πάντα στο τρεμουλιαστό φως των πυρσών. Ο κόσμος της Θεάς έμοιαζε απόμακρος και μυστήριος, εγκλωβισμένος στην δική του σφαίρα. Είχαν προσπεράσει αρκετές σφαλισμένες πόρτες, όταν βρέθηκε δίπλα σε μία που είχε μείνει μισάνοιχτη. Την προσοχή του τράβηξε ένα μελωδικό μουρμουρητό, σαν ανακατεμένες ψαλμωδίες, ένα σιγανό τραγούδι που δεν ξεχώριζαν οι στίχοι. Κοντοστάθηκε στο άνοιγμα και κοίταξε.
Πίσω απ’ την μισάνοιχτη πόρτα, κρυβόταν ένα μεγάλο δωμάτιο, όπου στη μέση στεκόταν ένα ξύλινο κρεβάτι, καλυμμένο με πορφυρό ύφασμα. Ακουμπισμένη πάνω στο ακριβό ύφασμα βρισκόταν η νεαρή πριγκίπισσα, ακίνητη και γυμνή, απαλλαγμένη απ’ τα κουρέλια και τους επιδέσμους. Με τα χέρια της ανοιχτά και τις παλάμες προς τον ουρανό, έμοιαζε με το άγαλμα της Θεάς, πεσμένο στο έδαφος. Γύρω απ’ το κρεβάτι, σχηματίζοντας έναν κύκλο, οι μαυροντυμένες, νεαρές ιέρειες που τον υποδέχθηκαν στην αυλή, στέκονταν γονατισμένες, κρατώντας ένα αναμμένο κερί και σιγοτραγουδώντας. Έξω απ’ αυτό τον περίεργο κύκλο, στέκονταν δυο γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας καλυμμένες με λευκές ποδιές, σαν να περίμεναν να τελειώσει το περίεργο τελετουργικό.
Η αλλόκοτη εικόνα είχε μαγνητίσει το βλέμμα του. Η ατμόσφαιρα ήταν κατανυκτική αλλά συνάμα αλλόκοτη. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν προσεύχονταν για έναν ζωντανό ή αν μοιρολογούσαν έναν νεκρό. Ασυναίσθητα, είχε πλησιάσει στο άνοιγμα και ετοιμαζόταν να ανοίξει περισσότερο την πόρτα. Ένα απαλό τράβηγμα στο χέρι τον σταμάτησε την τελευταία στιγμή. Η πρωθιέρεια του χαμογέλασε αμυδρά, εμποδίζοντας τον να διαταράξει την σκηνή και τον προέτρεψε να την ακολουθήσει.
Λίγα λεπτά αργότερα, αφού ανέβηκαν τα στριφογυριστά σκαλιά ενός πυργίσκου, βρέθηκαν να κλείνουν πίσω τους μια παρόμοια ξύλινη πόρτα. Ένα δίχωρο δωμάτιο, ευρύχωρο αλλά όχι μεγάλο, με προσεγμένη επίπλωση και ζεστή ατμόσφαιρα τους περίμενε. Ο προθάλαμος έμοιαζε με μικρό αναγνωστήριο, με κάθε τοίχο καλυμμένο από βιβλιοθήκες γεμάτες ράφια με χοντρά, δερματόδετα βιβλία και με ένα σκαλιστό γραφείο στο κέντρο του, παραφορτωμένο με παπύρους και περγαμηνές. Ανάμεσα απ΄ τις βιβλιοθήκες, ένα άνοιγμα οδηγούσε στον δεύτερο χώρο του δωματίου, όπου ένα κρεβάτι καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του. Βαριές κουρτίνες κάλυπταν τους τοίχους κρύβοντας τα γοτθικά παράθυρα. Το τζάκι έκαιγε στην γωνία και τα κεριά στον πολυέλαιο φώτιζαν ολόγυρα, δίνοντας την αίσθηση ότι ο χώρος χρησιμοποιούνταν πριν την άφιξη τους.
– Ellion…, ξεκίνησε κάτι να λέει ο άνδρας.
– Βγάλε αυτά τα ρούχα Razier, τον διέκοψε η γυναίκα. Θέλω να δω πόσο άσχημα είναι τα πράγματα αυτή τη φορά, είπε σχεδόν αυστηρά.
Ο hunter έλυσε την αγκράφα του μανδύα του και τον άφησε να πέσει στο λιθόστρωτο. Με δύσκαμπτες κινήσεις αφαίρεσε το υφασμάτινο πουκάμισο και κοίταξε το νέο του απόκτημα κάτω απ’ τα πλευρά του. Μια φρέσκια πληγή που ακόμα έτρεχε ζεστό αίμα, μούσκευε τους πρόχειρους επιδέσμους του. Τους αφαίρεσε με έναν μορφασμό πόνου κι εκνευρισμού. Η γυναίκα πλησίασε και εξέτασε το τραύμα προσεκτικά.
– Στην μάχη έγινε αυτό; τον ρώτησε.
– Όχι. Αυτό μου το χάρισε ένας βασιλίσκος.
Η γυναίκα ξεφύσηξε με αγανάκτηση.
– Γίνεσαι απρόσεκτος Razier, είπε. Ξάπλωσε. Πρέπει να την ράψω αυτή την πληγή. Δεν αρκούν οι επίδεσμοι.
Η λεπτή, κοκκάλινη βελόνα τρύπαγε την σάρκα του ξανά και ξανά. Ο Razier υπέμενε στωικά να τελειώσει αυτό το μαρτύριο. Τα χτυπήματα και οι πληγές ήσαν γι’αυτόν καθημερινότητα εδώ και πολλά χρόνια, αλλά αυτός ο λεπτός, οξύς πόνος απ’το τρύπημα της βελόνας που σέρνει ξωπίσω της ένα τρίχινο νήμα, μπορούσε να τον τρελάνει.
– Γιατί πήγες σ’ αυτόν τον πόλεμο Razier; Δεν συνηθίζεις να παίρνεις μέρος στις πολιτικές κόντρες των βασιλείων, είπε η γυναίκα, καθώς για άλλη μια φορά η βελόνα της πέρασε μέσα απ’ το πληγωμένο δέρμα.
– Έδιναν πολλά φλωρίνια, απάντησε με σαρκαστικό ύφος.
Η πρωθιέρεια τον κοίταξε με ένα επικριτικό βλέμμα που έδειχνε ότι δεν θα του άφηνε περιθώρια για υπεκφυγές και κυνισμό. O Razier μόρφασε κι έμεινε για λίγο σιωπηλός.
– Ήμουν ήδη στην αυλή του βασιλιά Herald όταν πάρθηκε η απόφαση γι αυτόν τον πόλεμο, είπε τελικά με κλειστά μάτια. Είχα βρεθεί εκεί με σκοπό μία ακρόαση για τα όρια της κοιλάδας του Kaer Morhen. Χρόνο με τον χρόνο τα όρια μικραίνουν. Οι αγρότες βρίσκουν το θάρρος να καταπατούν όλο και μεγαλύτερο κομμάτι απ τα δάση μας. Χρειαζόμαστε την εύνοια του βασιλιά. Όταν κατάφερα να τον δω, η εύνοια του είχε ήδη αποκτήσει αντίτιμο. Η συμμετοχή μου σε αυτόν τον πόλεμο ήταν μονόδρομος.
Η γυναίκα σκούπισε την κλειστή πλέον πληγή και άνοιξε ένα βάζο με ένα παχύρρευστο μείγμα. Άπλωσε λίγο απ’ αυτό πάνω στα ράμματα.
– Ο βασιλιάς Ηerald είναι γνωστό ότι χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να πετύχει τον σκοπό του. Θα εκμεταλλευτεί όποια ευκαιρία του παρουσιαστεί. Ο λόγος του μπορεί να γίνει ασύγκριτα πειστικός, σχολίασε. Ακόμα κι ένας ψυχρός πραγματιστής όπως εσύ μπορεί να παρασυρθεί.
– Στα λόγια είναι πολύ καλός, συμφώνησε ο άνδρας, και δεν αφήνει περιθώρια διαπραγμάτευσης. Μετατρέπει την όποια επιθυμία του σε ανώτερη ιδέα που γίνεται διαταγή. Ο πόλεμος μοιάζει λογικός και η νίκη έρχεται σαν δικαίωση. Ο νικητής όμως δεν κρίνεται μόνο απ’την έκβαση της μάχης, αλλά κι απ’ την αντιμετώπιση του ηττημένου. Κι ο βασιλιάς Herald ήταν πολύ δημιουργικός στον να εξαφανίσει τους μάρτυρες…
Γύρισε και κοίταξε την γυναίκα με ένα βλέμμα σκοτεινό, που μαρτυρούσε ότι είχε δει πολλά. Η Ellion δεν χρειαζόταν να ρωτήσει περισσότερα. Συνέχισε να περιποιείται την πληγή του. Άφησε το βάζο με το γαλακτερό υγρό και πέρασε φρέσκους επιδέσμους που τους στερέωσε σφιχτά γύρω απ’ τον κορμό του.
– Θα γίνεις άλλη μια φορά καλά Razier. Το τραύμα είναι βαθύ, αλλά σε λίγες μέρες θα μπορέσεις να πάρεις και πάλι τους δρόμους σε αναζήτηση τεράτων και φλωρινιών, είπε εκείνη τελικά, κοιτώντας τις μπλαβί μελανιές στα πλευρά του. Ο Razier αισθάνθηκε μια υποψία επίκρισης στα λόγια της αλλά δεν την σχολίασε.
– Η γυναίκα θα γίνει καλά; ρώτησε απλά.
– Είναι πολύ νωρίς ακόμα για να γνωρίζω. Δεν έχουν πολλοί την ικανότητά σου να επιβιώνουν.
Τα ακροδάχτυλά της πέρασαν απαλά πάνω το μελανιασμένο δέρμα, ακολουθώντας τις γυμνασμένες καμπύλες του στέρνου του.
– Ellion…, είπε εκείνος σιγανά.
Η γυναίκα τον κοίταξε, του χαμογέλασε ζεστά και σηκώθηκε. Πήρε μια κούπα γεμάτη με ένα σκουρόχρωμο υγρό απ’ το τραπέζι στην άλλη μεριά του δωματίου και την έβαλε στα χέρια του.
– Απόψε πρέπει να κοιμηθείς. Δεν φαίνεται να το συνηθίζεις τελευταία.
Ο Razier ανακάθισε ελαφρά στα μαξιλάρια και πήρε την κούπα χωρίς αντιρρήσεις. Η μυρωδιά που αναδυόταν του ήταν άγνωστη αλλά μεθυστική, ένα συνονθύλευμα από λουλούδια και καρπούς, η θέρμη του ζέσταινε τις παλάμες, το χρώμα του θύμιζε μεστό, κόκκινο κρασί. Το ρόφημα κατέβηκε στο λαιμό του και η ζεστασιά του τον τύλιξε. Σιγά σιγά οι σκέψεις άρχισαν να ξεφτίζουν, το σώμα του να μουδιάζει και κάτι βαρύ να τον βυθίζει μέσα στο κενό. Είδε κουρασμένα τα πράσινα μάτια της να του χαμογελούν. Παραδόθηκε σε ένα βαθύ, πολυπόθητο ύπνο.