Τα νύχια του λυσσασμένου αρπακτικού πέρασαν ελάχιστα εκατοστά απ’ το πρόσωπο του. Η Άρπυια τίναξε το φτερωτό της χέρι στοχεύοντας στον λαιμό του. Ίσα που πρόλαβε να πέσει στα γόνατα για να αποφύγει το χτύπημα. Για ελάχιστα δευτερόλεπτα είχε την ευκαιρία που έψαχνε. Τίναξε το επάργυρο σπαθί του και κάρφωσε τα εκτεθειμένα πλευρά του τέρατος.

Η κραυγή της Άρπυιας έσκισε τον αέρα. Το πληγωμένο τέρας προσπάθησε να προστατέψει τον κορμό του με την φτερούγα του, αλλά ο hunter ήταν πιο γρήγορος. Τίναξε για δεύτερη φορά το σπαθί του και έσπασε το στέρνο του. Κομμάτια σαπισμένης σάρκας και σπασμένα κόκαλα πετάχτηκαν ολόγυρα. Μια ακόμη κραυγή βγήκε απ’ το γαμψό ράμφος του αρπακτικού και έπεσε νεκρό στις λάσπες, δίπλα στις υπόλοιπες Άρπυιες.

Ο Razier στεκόταν ακίνητος πάνω από τα άψυχα σώματα των τεράτων, κρατώντας στα χέρια του το σπαθί και βαριανασαίνοντας. Λάσπες και αίματα κυλούσαν στην πανοπλία του. Έσκυψε πάνω απ’ τα πτώματα και με ένα αιχμηρό μαχαίρι έκοψε μία φτερούγα απ’ το καθένα. Φόρτωσε με δυσκολία το τρόπαιο του στο αναστατωμένο άλογο του και πήρε το λασπωμένο δρόμο της επιστροφής. Ήταν περίεργο που οι Άρπυιες είχαν κατέβει τόσο χαμηλά στον κάμπο, και μάλιστα αυτή την εποχή που οι συχνές βροχές είχαν μετατρέψει την περιοχή σε βάλτο. Το είδος τους σπάνια το συναντούσε κανείς μακριά από βουνοκορφές κι απόκρημνους γκρεμούς. Το τελευταίο καιρό, όμως, παρατηρούσε αλλαγές στις συνήθειες πολλών τεράτων, χωρίς κάποια εμφανή αιτία να τις δικαιολογεί. 

Ώρες αργότερα, ο hunter μπήκε στην μικρή, επαρχιακή πόλη πάνω στο μαύρο άλογο του. Η αλλόκοτη φιγούρα του πέρναγε ανάμεσα στα μικρά στενά. Βουτηγμένος στην λάσπη και το αίμα των Άρπυιων, έδειχνε τρομακτικός και απόκοσμος. Την αποκρουστική όψη του συμπλήρωναν οι κομμένες φτερούγες που κρέμονταν στα καπούλια του αλόγου. Περαστικοί που βρέθηκαν τυχαία στο διάβα του παραμέρισαν τρομαγμένοι, αποστρέφοντας το βλέμμα τους απ’ το θέαμα. Κάποιες γυναίκες που στέκονταν στην άκρη μίας μικρής πλατείας και συζητούσαν, γύρισαν ξαφνιασμένες και τον παρακολούθησαν πανικόβλητες, ενώ μερικά μικρά παιδιά που έπαιζαν αμέριμνα στον δρόμο, έφυγαν τρέχοντας, ουρλιάζοντας. 

Ο Razier δεν έδινε σημασία στις ακραίες αντιδράσεις των χωρικών. Είχε συνηθίσει άλλωστε να συναντά τον τρόμο, την περιέργεια, τον χλευασμό και την απαξίωση σε κάθε του βήμα. Όταν ήταν πιο νέος, ήταν δύσκολο να αποδεχθεί και να καταλάβει αυτή την πραγματικότητα. Πλέον, όμως, δεν τον άγγιζαν αυτές οι αντιδράσεις. Συνέχισε την πορεία του προς το σπίτι του δήμαρχου της πόλης. Αν ήθελε ο κόπος του να μην πάει χαμένος, έπρεπε να διεκδικήσει την αμοιβή του.

Ω! Το θέαμα δικαιολογεί όλη αυτή την αναστάτωση! Άρχοντα hunter, να υποθέσω ότι τα αηδιαστικά τέρατα δεν θα ξαναενοχλήσουν τους εργάτες μου και τους κατοίκους;

– Ορίστε η απόδειξη, άρχοντα Gornik, ανταποκρίθηκε ο Razier στον δήμαρχο που είχε βγει στον δρόμο, μπροστά απ’ τον περιφραγμένο κήπο του. 


Mε ένα μαχαίρι έκοψε τα σχοινιά που συγκρατούσαν τις κομμένες φτερούγες. Τα απομεινάρια έπεσαν στο κακοφτιαγμένο λιθόστρωτο και κομμάτια σάρκας πετάχτηκαν ολόγυρα. Ο ίδιος κατέβηκε απ’ το άλογό του. Ο δήμαρχος κοίταξε με αποστροφή τα σαπισμένα κομμάτια σάρκας και φτερών. Η μυρωδιά ήταν χειρότερη απ’ την εικόνα τους. Σίγουρα ήταν κάτι που δεν ήθελε έξω απ’ την πόρτα του.

Ορίστε λοιπόν και η αμοιβή σου hunter. Οι υπηρεσίες σου βοήθησαν τον τόπο μας και θα ήθελα να σου δείξω την ευγνωμοσύνη μας με κάθε τρόπο. Ωστόσο, δεν μπορώ να σε καλωσορίσω στο σπιτικό μου ή να σου προτείνω φιλοξενία, ακόμα κι αν το επιθυμώ. Η γυναίκα και τα παιδιά μου θα τρομοκρατούνταν από την παρουσία σου. Υπάρχει ένα πανδοχείο κοντά στην κεντρική πλατεία που θα μπορούσες να περάσεις την νύχτα σου. 

– Δεν θα τολμούσα να στο ζητήσω άρχοντα Gornik. Το πανδοχείο είναι αρκετό, είπε ο Razier και με το χέρι του να στάζει ακόμα λάσπες, πήρε το φουσκωμένο πουγκί. Με μια σεμνή υπόκλιση του κεφαλιού του ευχαρίστησε τον δήμαρχο και έπιασε τα γκέμια του αλόγου του.

Λίγη ώρα αργότερα, έκλεινε πίσω του την πόρτα ενός ξενώνα, έτοιμος να απαλλαγεί από την κακοσμία που τον ακολουθούσε.