Πνιγόταν. Προσπαθούσε απεγνωσμένα να αναπνεύσει. Τα σπασμένα του πλευρά πίεζαν τους πνεύμονές του. Δεν άκουγε, δεν έβλεπε. Σαν να είχε βυθιστεί στα παγωμένα νερά μιας λίμνης. Το στόμα και η μύτη του είχαν γεμίσει αίμα, τα αυτιά του βούιζαν, τα μάτια του δεν ξεχώριζαν τίποτα. Έτσι λοιπόν θα έφευγε απ’ αυτόν τον μίζερο κόσμο; Τόσο βασανιστικά; Τόσο γρήγορα; Μισητός κι αποτυχημένος; Τα δευτερόλεπτα έμοιαζαν αιώνες.
Ξάφνου, ένιωσε το στέρνο του να ελευθερώνεται. Κάποιος έλυσε την δερμάτινη πανοπλία που πίεζε τα πλευρά του. Αέρας πλημμύρισε τους τσακισμένους πνεύμονές του. Ο πόνος σε κάθε ανάσα ήταν φοβερός, αλλά, τουλάχιστον, μπορούσε και πάλι να αναπνεύσει.
– Elion! Τι κάνεις;! Μείνε μακριά!
Η τρομαγμένη φωνή έφτασε στα αυτιά του σαν να ήταν πολύ μακριά.
– Μα, δεν μπορούμε να τον αφήσουμε έτσι! Χρειάζεται βοήθεια.
Η δεύτερη φωνή ακούστηκε σχεδόν δίπλα του. Η χροιά της του φάνηκε γνώριμη.
– Δεν είναι άνθρωπος! Είναι επικίνδυνο! Πρόσεχε!
Οι ήχοι γύρω σιγά σιγά ξεχώριζαν. Άκουσε από μακριά ένα μεταλλικό ραβδί να χτυπάει ρυθμικά στο πλακόστρωτο. Αργά, σερνάμενα βήματα το συνόδευαν. Χαμηλόφωνοι ψίθυροι, ανακατεμένες λέξεις, έφταναν στα αυτιά του. Μαλακά βήματα, μπότες που διέσχιζαν το λιθόστρωτο, φύλλα που θρόιζαν, νερό που έτρεχε, ένα κοράκι που έκροζε κάπου στο βάθος. Προσπάθησε να κινήσει τα χέρια του, αλλά το σώμα του δεν υπάκουσε. Τα μάτια του έβλεπαν θολά, μόνο θαμπές σκιές. Ήταν στο έλεος τους.
– Έρχεται η πρωθιέρεια. Αυτή θα αποφασίσει.
Ησυχία επικράτησε για αρκετά λεπτά, ώσπου ο μεταλλικός ήχος ακούστηκε πολύ κοντά και σταμάτησε κι αυτός.
– Ποιος είναι αυτός ο άνδρας;
Η φωνή, αργή, χαμηλόφωνη, κουρασμένη, πρόδιδε γυναίκα μεγάλης ηλικίας.
– Τον βρήκαμε εδώ.
– Δεν είναι άνθρωπος! Είναι επικίνδυνος.
– Μας επιτέθηκε!
Ζωηρές, κοριτσίστικες φωνές ξέσπασαν ολόγυρα, όλες μαζί, ανακατεμένες και ψιλές, δημιουργώντας τρομερή οχλαγωγία. Αλλά ξαφνικά, απροσδιόριστα, σταμάτησαν.
– Ellion, είπε η ηλικιωμένη φωνή, πες μου τι έχει συμβεί.
– Σεβαστή πρωθιέρεια, βρήκαμε αυτόν τον άνδρα στην αυλή. Είναι σε άσχημη κατάσταση. Χρειάζεται βοήθεια…,αποκρίθηκε μαλακά η φωνή πάνω απ’ το κεφάλι του.
– Γνωρίζεις ποιος είναι;
– Όχι. Θαρρώ, όμως, πως είναι ένας hunter.
– Τότε δεν υπάρχει κάτι που μπορούμε να κάνουμε γι’ αυτόν. Πρέπει να απομακρυνθεί από το κάστρο της Θεάς. Η απάντηση είχε μια τελεσίδικη νότα.
– Μα! Μα, η Θεά προσφέρει βοήθεια σε όσους την ζητούν, σε όσους την χρειάζονται! Ένας άνθρωπος πεθαίνει!
-Το κάστρο μας είναι ανοιχτό σε όσους το έχουν ανάγκη, αλλά πρέπει να προστατέψουμε τον ιερό αυτό τόπο από οτιδήποτε μιαρό. Εσύ, Ellion, το γνωρίζεις καλύτερα απ’ όλες. Οι hunters είναι χειρότεροι κι απ’ τους προκατόχους τους, τους witchers, και δεν θα έπρεπε να θεωρούνται άνθρωποι.
– Αν τον διώξουμε, αν τον παρατήσουμε στην τύχη του, τότε τον καταδικάζουμε σε βέβαιο θάνατο! Πως μας κάνει αυτό άξιες ακόλουθες της Θεάς; Η φωνή είχε χρωματιστεί με αγωνία.
– Ένας άνθρωπος που απαρνήθηκε το ύψιστο δώρο της Θεάς μας, την ζωή, ένας άνθρωπος που για το χρήμα κάνει συμφωνίες με δαίμονες και μάγους, δεν μπορεί να βρίσκεται μέσα σε αυτά τα ιερά τείχη. Η γέρικη φωνή ακουγόταν σταθερή και ήρεμη, χωρίς να αφήνει περιθώρια.
– Η Θεά προστατεύει κάθε έναν που ζητάει άσυλο. Ω, σεβαστή πρωθιέρεια, αναλαμβάνω εγώ την ευθύνη για ότι προκύψει…
Για αρκετά λεπτά επικράτησε σιωπή. Η ηλικιωμένη φωνή ακούστηκε και πάλι, αυστηρή και αισθητά πιο δυνατή.
– Ellion, αφού επιμένεις τόσο πολύ στο να βοηθήσεις έναν ζωντανό, ακόμα, υπάνθρωπο, έχεις την άδεια μου ώστε να πράξεις όπως νομίζεις. Επιτρέπω σε αυτόν τον άνδρα να παραμείνει εντός των τειχών, αλλά δεν θα περάσει το κατώφλι του κάστρου. Μπορεί να φιλοξενηθεί στον στάβλο, έως ότου μπορέσει να σταθεί στα πόδια του. Σε καθιστώ όμως υπεύθυνη για τις πράξεις του. Αν με οποιονδήποτε τρόπο ζημιώσει τον ιερό αυτό τόπο, θα εξοριστείς για πάντα από την κοινότητά μας. Ελπίζω αυτή η μεγαλοψυχία που δείχνεις να μην αποδειχτεί καταστροφική.
Σιωπή και πάλι απλώθηκε ολόγυρα. Άκουσε το ρυθμικό τακ τακ του μεταλλικού μπαστουνιού μαζί με τα αργά βήματα να απομακρύνονται. Έκανε άλλη μια προσπάθεια να κινηθεί χωρίς αποτέλεσμα. Τα σπασμένα του πλευρά πίεζαν τους πνεύμονες του και ο πόνος γινόταν ανυπόφορος σε κάθε ανάσα.
“Πρέπει να σηκωθώ…” σκέφτηκε μάταια.
Οι ήχοι άρχισαν και πάλι να ξεθωριάζουν. Κάπου στο βάθος, άκουσε απροσδιόριστες φωνές. Βήματα γοργά, κάτι ξύλινο, βαρύ, τσουλησε στις πέτρες, πέταλα χτυπούσαν στο πλακόστρωτο, φασαρία.
“Που βρίσκομαι;” σκέφτηκε και δεν άκουσε τίποτα άλλο.