Η ακτινωτή ρόδα του κάρου αναπήδησε καθώς κυλούσε πάνω στο ανισόπεδο πλακόστρωτο. Το ανοιχτό κάρο πέρασε την πέτρινη, αψιδωτή πύλη του κάστρου, ακολουθώντας τα δυο στιβαρά άλογα που το έσερναν. Τα άλογα προχώρησαν λίγα μέτρα μέσα στην περίκλειστη αυλή και στάθηκαν ακίνητα ακούγοντας την εντολή του οδηγού τους. Ο hunter, κρατώντας σφιχτά τα γκέμια, έμεινε στην θέση του περιμένοντας.

Το πετρόχτιστο κάστρο υψωνόταν πάνω απ’την περιποιημένη αυλή, επιβλητικό, στιβαρό, ακλόνητο στον χρόνο. Η στρωτή λιθοδομή σχημάτιζε γύρω απ΄το κεντρικό κτίσμα μικρότερους ή μεγαλύτερους πυργίσκους, δημιουργώντας ένα σύμπλεγμα όγκων μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Τα αψιδωτά παράθυρα έσκιζαν την κανονικότητα των λίθων, με τις γοτθικές, περίτεχνες, σκαλιστές λεπτομέρειες τους να παιχνιδίζουν στην επιβλητική όψη. Η κεντρική πύλη του κάστρου καθήλωνε τον επισκέπτη με το μέγεθος της και τις σκαλιστές ροζέτες της στην κορφή της. Η ξύλινη πόρτα με τους μεταλλικούς συνδέσμους και τις λεπτομέρειες ολοκλήρωνε την αυστηρή εικόνα του κάστρου.

Πίσω απ’ τους ογκώδεις τοίχους ακούγονταν πνιχτές φωνές και βήματα που πλησίαζαν. Η αυλή όμως, έστεκε ακόμα έρημη. Στο κέντρο της ένα μαρμάρινο, στρογγυλό συντριβάνι έριχνε νερό σε ένα σύμπλεγμα από μικρές λιμνούλες, γεμάτες νούφαρα και υδρόβια φυτά. Δυο μικρά καστανόχρωμα πουλιά τσαλαβουτούσαν ανέμελα στα νερά, εγκλωβισμένα στον μικρόκοσμό τους, αγνοώντας οτιδήποτε διαδραματιζόταν έξω απ’ αυτόν. Τα ψηλά τείχη της οχύρωσης προστάτευαν την αυλή, διακριτικά, σχεδόν αόρατα, κρυμμένα πίσω από πλούσιους θάμνους κι ατελείωτους κισσούς.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και οι ακαθόριστοι ήχοι απ’ το εσωτερικό του κάστρου μετατράπηκαν σε έντονο αναβρασμό. Ανάστατα βήματα αντήχησαν στο λιθόστρωτο κι η εκτός-ανθρώπινης-κλίμακας, ξύλινη πόρτα άνοιξε αφύσικα εύκολα. Ένα μικρό πλήθος γυναίκες ξεχύθηκε στην αυλή και παρατάχθηκε στο κεφαλόσκαλο, απέναντι από το σιντριβάνι. Πρώτη, μπροστά απ’ όλες, στεκόταν μια ψηλόλιγνη γυναίκα με πιασμένα μαλλιά σε περίτεχνο κότσο και με ένα βαθύ, κόκκινο φόρεμα που έπεφτε πλούσιο μέχρι το έδαφος. Στα δάχτυλά της γυάλιζε ένα ολόχρυσο δαχτυλίδι με μια σειρά από γράμματα χαραγμένα. Η ηλικία της και το αυστηρό παρουσιαστικό της υποδήλωναν την υψηλή θέση της στην ιεραρχία. Γύρω της στέκονταν νεαρές κοπέλες ντυμένες με λιτά, μαύρα, μακριά φορέματα. Καμία δεν μιλούσε. Όλες έμειναν ακίνητες. Η πρώτη γυναίκα έκανε ένα βήμα και κατέβηκε τα τρία σκαλιά που την χώριζαν απ’ την αυλή.

Hunter, γνωρίζεις πολύ καλά ότι εσύ και οι όμοιοι σου δεν είστε καλοδεχούμενοι εδώ, είπε και η φωνή της, κρυστάλλινη, έσπασε την ηλεκτρισμένη σιωπή. Το κάστρο της Θεάς Melitele είναι τόπος ιερός. Το βλέμμα της βλοσυρό, κοίταζε διαπεραστικά τον νεαρό άνδρα απέναντι της, που απ΄τη θέση του οδηγού, κράταγε ακόμα τα γκέμια των αλόγων, τυλιγμένος με τον μανδύα του. 

Ο άνδρας κοίταξε το παρατεταμένο πλήθος σιωπηλά και, λίγες στιγμές αργότερα, κατέβηκε με δυσκολία απ’ τη θέση του. Κατευθύνθηκε στο πίσω μέρος του ανοιχτού κάρου και χάθηκε απ’ το οπτικό πεδίο των γυναικών. Όταν εμφανίστηκε ξανά, στα μπράτσα του κουβαλούσε έναν ακανόνιστο μπόγο από υφάσματα. Πλησίασε προς το κεφαλόσκαλο, γονάτισε σε απόσταση λίγων μέτρων απ’ την αυστηρή γυναίκα και ακούμπησε προσεκτικά τον ακαθόριστο όγκο στο έδαφος. Κράτησε σκυμμένο το κεφάλι και το βλέμμα του. Ένιωσε τα καρφωμένα μάτια τους να παρακολουθούν κάθε κίνηση του.

Σεβαστή πρωθιέρεια, ζητώ άσυλο απ’ το ιερό κάστρο της Θεάς εκ μέρους αυτής της γυναίκας, είπε βραχνά, χωρίς να σηκώσει το βλέμμα του. Πεθαίνει…, πρόσθεσε μέσα απ’ τα δόντια του σαν να απευθυνόταν μονάχα στον εαυτό του.

Καθώς ο όγκος υφασμάτων χύθηκε στο έδαφος, αποκαλύφθηκε η νεαρή πριγκίπισσα. Ανάμεσα στα βρώμικα κομμάτια κουβερτών και τα ξεφτισμένα σεντόνια, η γυναίκα ανάσαινε βαριά και παραμιλούσε. Χονδρές σταγόνες ιδρώτα κατέβαιναν στο μέτωπο της κι έτρεμε απ’ τον υψηλό πυρετό. Τα χείλη της είχαν πάρει μία χλωμή, δυσοίωνη απόχρωση. Ένας χαμηλόφωνος ψίθυρος διαπέρασε το συγκεντρωμένο πλήθος. Η πρωθιέρεια κοίταξε εξεταστικά την κοπέλα για λίγα λεπτά και, συνοφρυωμένη, γύρισε πάλι το βλέμμα της στον άνδρα που στεκόταν γονατισμένος με χαμηλωμένο το κεφάλι.

Ποια είναι αυτή η γυναίκα, hunter; ρώτησε αυστηρά.

Έπεσε στην μάχη του Aawden. Ήταν πολεμίστρια…

Η πρωθιέρεια αναστέναξε βαριά, απογοητευμένη.

Ξέρεις πολύ καλά hunter ότι η Θεά μας μένει μακριά από πολιτικές ίντριγκες και διαμάχες.

Ο άνδρας στο άκουσμα αυτών των λέξεων μόρφασε και έσφιξε τα δόντια του. Το κάστρο ήταν η τελευταία ελπίδα γι’ αυτήν. Παρέμεινε όμως σιωπηλός κι ασάλευτος.

Ωστόσο, η Θεά μας είναι φιλεύσπλαχνη και δεν μπορεί να αρνηθεί το άσυλο σ’ αυτούς που έχουν την ανάγκη της, πρόσθεσε ύστερα από μία μικρή παύση.

Ο hunter ξεφύσηξε σιγανά, ανακουφισμένος. Με ένα νεύμα της πρωθιέρειας, οι κοπέλες που τόση ώρα στέκονταν ασάλευτες, πλησίασαν όλες μαζί την αναίσθητη γυναίκα. Ένα πλήθος χέρια την σήκωσε στον αέρα και, στιγμές αργότερα, χάθηκαν όλες μέσα στο κάστρο. Ο άνδρας, έσκυψε το κεφάλι του σε μία υπόκλιση προς στην πρωθιέρεια, σηκώθηκε με δυσκολία πιάνοντας τα πλευρά του και κατευθύνθηκε προς το κάρο του. Με ήρεμες κινήσεις άρχισε να λύνει το ένα απ’τα δύο άλογα.

Razier…

Η γυναίκα με το κόκκινο φόρεμα τον είχε ακολουθήσει. Στάθηκε λίγα βήματα μακριά του και έπλεξε τα δάχτυλα της μπροστά της. Η φωνή της είχε χάσει την αυστηρή χροιά της. Η όψη της είχε μαλακώσει και ένα βλέμμα συμπάθειας ζέσταινε το πρόσωπο της.

Razier, μείνε λίγες μέρες. Χρειάζεσαι κι εσύ την βοήθεια μας.

Ο hunter σταμάτησε να λύνει τα λουριά του αλόγου και γύρισε προς το μέρος της. Για πρώτη φορά το πρόσωπό του μαρτυρούσε την κούραση και την αγωνία των τελευταίων ημερών.