Το δωμάτιο του ξενώνα ήταν λιτά επιπλωμένο. Ένα διπλό κρεβάτι στην μία γωνιά, ένα ξύλινο τραπέζι στην μέση, φορτωμένο με μια κανάτα κρασί, και μια μπανιέρα που θύμιζε μισοκομμένο βαρέλι ήταν όλος ο εξοπλισμός που διέθετε. Τοποθετημένο στο δεύτερο πάτωμα ενός μάλλον ετοιμόρροπου κτηρίου, όπου τα ξύλινα σκαλιά τρίζαν σε κάθε βήμα, το μικρό τζάκι δεν έφτανε για να το ζεστάνει ικανοποιητικά και τα φαγωμένα απ’το σαράκι κουφώματα σφύριζαν σε κάθε φύσημα του χειμωνιάτικου ανέμου. Το πιο δελεαστικό στοιχείο του ίσως ήταν ότι βρισκόταν δίπλα στο καπηλειό όπου η μπύρα έρεε άφθονη. Η μικρή πόλη, άλλωστε, δεν είχε πολλά να προσφέρει πέρα απ’ τα δυο τρία καπηλειά και την κεντρική αγορά.
Το Dravigen ήταν για χρόνια ένα μικρό χωριό με λίγους κατοίκους που ασχολούνταν κυρίως με την γεωργία και την κτηνοτροφία. Τα εύφορα εδάφη έμεναν στο μεγαλύτερο μέρος τους αναξιοποίητα με την άγρια φύση να επεκτείνεται και να οργιάζει. Οι μόνιμοι κάτοικοι αρκούνταν στα λίγα χωράφια γύρω από το χωριό απ’ όπου και έβγαζαν τα απαραίτητα για την επιβίωση τους. Αντίστοιχη ήταν και η δραστηριότητα των κτηνοτρόφων με τους λίγους χοίρους σε μικρές στάνες στην άκρη του χωριού, τόσους όσους απαιτούνταν για την ελάχιστη εμπορική δραστηριότητα της χρονιάς. Έτσι κι αλλιώς, σχεδόν κάθε σπίτι διατηρούσε ένα μικρό κηπάκο με λαχανικά και ένα μικρό κοτέτσι με λίγες κότες ή χήνες.
Η ζωή του χωριού άλλαξε όταν στον ποταμό Yaruga, χτίστηκε ένα καινούργιο γεφύρι με εντολή του βασιλιά. Το χωριό βρισκόταν μόλις λίγα χιλιόμετρα από το νέο πέρασμα του ποταμού και αποτελούσε έναν ασφαλή και εύκολο σταθμό για ταξιδιώτες, εμπόρους, ιππότες. Σύντομα η γνώριμη εικόνα του μικρού χωριού άλλαξε και νέα σπίτια άρχισαν να χτίζονται μεγαλώνοντας το μέγεθός του. Οι ροές των ταξιδιωτών δημιούργησαν την ανάγκη για προσωρινούς χώρους φιλοξενίας και οι έμποροι άρχισαν δειλά δειλά να αραδιάζουν στους δρόμους και να πουλάνε την πραμάτεια τους. Οι κάτοικοι, πλέον, είχαν λόγο για να μεγαλώσουν την παραγωγή τους και να επεκτείνουν την δραστηριότητά τους. Καπηλειά, ξενώνες, λίγοι υπαίθριοι πάγκοι με προϊόντα στην κεντρική πλατεία και αργότερα μικρά μαγαζιά με καλούδια, στάβλοι – μέχρι και ένας οίκος ανοχής στήθηκε στο πιο μακρινό σπίτι απ’την πλατεία – και το μικρό χωριό απέκτησε την μορφή που έχει σήμερα. Μια ζωηρή, μικρή πόλη-πέρασμα είχε αναπτυχθεί μέσα σε μόλις πέντε χρόνια. Ο Razier είχε δει την πόλη να μεταμορφώνεται, αν και δεν ήταν ένας σταθμός που συνήθιζε να κάνει.
Το παιδί άνοιξε την πόρτα του δωματίου κρατώντας ένα αναμμένο, χοντρό κερί κι έκανε χώρο να περάσουν οι ταξιδιώτες. Ο άνδρας, υποβαστάζοντας την κοπέλα, μπήκε στο δωμάτιο και κοίταξε διερευνητικά ολόγυρα. Η μούχλα στις γωνίες των τοίχων και η κάπνα απ’το τζάκι χτύπησαν τα ρουθούνια του. Αν και μικρή η φωτιά στο τζάκι, στην άλλη γωνιά του δωματίου, έριχνε έντονες σκιές. Ακούμπησε την κοπέλα στο κρεβάτι, έβγαλε ένα χάλκινο νόμισμα απ’την τσέπη του και το τίναξε προς το παιδί. Εκείνο, έπιασε το νόμισμα στον αέρα, άφησε το κερί πάνω στο τραπέζι, μουρμούρισε κάτι μέσα απ’τα δόντια του κι έφυγε τρέχοντας.
Η ώρα περνούσε κι ο άνδρας δεν έδειχνε καμία διάθεση να σηκωθεί. Καθόταν ακόμα στο τραπέζι και γέμισε για δεύτερη φορά την κούπα του με το κρασί απ’τη κανάτα. Κοίταγε την φωτιά που αργοπέθαινε στο τζάκι. Απ’τη στιγμή που είχε μπει στο δωμάτιο, είχε απλά κάτσει σε μια καρέκλα και είχε αφήσει τις σκέψεις του να τον παρασύρουν μακριά. Η γυναίκα έμεινε ασάλευτη πάνω στο κρεβάτι, ακριβώς όπως την είχε αφήσει όταν πρωτομπήκαν.